Μ.Γελασάκης: Ένας "καλλιτέχνης" της πέτρας!
Ήτανε 19 χρονών ο Κονδυλάκης της Βιάννου, ο καλλιτέχνης της πένας όταν γεννήθηκε στο Λουτράκι ένας άλλος καλλιτέχνης στο σμίλεμα της πέτρας ο Μιχάλης Γελασάκης ή Μπίστης.
Η ίδια μοίρα που του μοίρανε τα καλλιτεχνικά του χέρια, τον έσπρωξε στα 25 του χρόνια σε ένα ακούσιο φονικό και να τον φανερώσει στους ανθρώπους σαν τον τυφλό της τέχνης υπηρέτη. Η εφευρετικότητα και η επιδεξιότητά του, τον οδήγησαν στο να δημιουργήσει μια άλλη μορφή τέχνης συνέχεια της παραδοσιακής. Ενώ μέχρι τις μέρες του τα καμπαναριά κατασκευάζονταν από πέτρα, με λαϊκή ονομασία στην Κρήτη (πελέκι), και στη συνέχεια σκαλίζονταν για να δοθούν τα σχήματα, αυτός κατασκεύαζε καλούπια με σχέδια που τα γέμιζε με τσιμέντο. Όταν αφαιρούσε τα καλούπια πάλι σκάλιζε το τσιμέντο και του έδινε σχέδια. Την τεχνική αυτή των «χυτών καμπαναριών» που εφάρμοσε ο Μπίστης τη συναντούμε μόνο στην επαρχία Βιάννου τα οποία έχουν ομορφιά και χάρη όμοια με τα άλλα που είναι κατασκευασμένα με πέτρα. Δύσκολα σήμερα να αντιληφθεί κανείς μια τέτοια λεπτομέρεια παρατηρώντας ένα από τα χυτά καμπαναριά. Τρίθυρα χυτά καμπαναριά υπάρχουν στις εκκλησίες της Παναγίας στο Χόνδρο, του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στην Περβόλα και στην Ευαγγελίστρια στο Λουτράκι της Βιάννου.
Οι σταυροί του Μπίστη δεν έχουν απλή επιφάνεια. Έχουν μεγάλη σκαλιστή βάση και οι δυο τους όψεις λεξευμένες μπρος και πίσω με αλλιώτικα κάθε φορά σχέδια. Ο διάκοσμος είναι από λουλούδια ενώ σε άλλα έργα του συνάντησα πουλιά και απλά γεωμετρικά σχήματα. Και ο μη ειδικός της τέχνης όταν βρεθεί μπροστά στους σταυρούς του Μπίστη θα αντιληφθεί πως έχουν θρησκευτικο-πνευματικό βάθος, ότι είναι μια εξαίσια καλλιτεχνική εξωτερίκευση κι ότι τους υπαγόρευσε κάποια δυνατή ψυχική ανάγκη δημιουργίας. Αυτή η ανάγκη ήταν η μετάνοια του καλλιτέχνη. Το σπίτι του Μιχάλη Στεφανάκη στο Χόνδρο το μοναδικό έργο του Μπίστη σε οικιακή καλλιτεχνία, με οδήγησε στο παρακάτω συμπέρασμα. Αν στην επαρχία Βιάννου ανθούσε μια κάποια τάξη ανθρώπων «αστική» με οικονομική ευχέρεια και με δεδομένη τη φιλοκαλία των Κρητικών , το καλλιτεχνικό πνεύμα του «Μπίστη» θα δημιουργούσε πολλά περισσότερα σπάνια έργα λαϊκής οικιακής καλλιτεχνίας. Και ως οι αόρατες και θεϊκές δυνάμεις, που δουλεύουν μες το σπόρο κι αυτός τυφλά ριζώνει βλασταίνει και καρπίζει, έτσι δούλεψε και αυτό το ακούσιο φονικό μες τη βαθιά και έντονη θρησκευτικότητα της συνείδησής του. Όλος ο πλούτος των έργων του «Μπίστη» είναι δείγμα καλλιτεχνίας και ευαισθησίας. Μα πιο πολύ είναι υπολογίσιμα από άποψη τέχνης όλα τα θρησκευτικά του έργα και κυρίως οι πελεκητοί σταυροί που βρίσκονται στο νεκροταφείο Λουτρακίου όπως και σε άλλα νεκροταφεία και καμπαναριά. Αυτοί οι σταυροί που πλέον είναι γνωστοί ως «σταυροί του Μπίστη» αντιπροσωπεύουν την καλλιτεχνική ευαισθησία, την θρησκευτική ευλάβεια και τη μετάνοια; του καλλιτέχνη δημιουργού.
Όταν φωτογράφιζα τα έργα του Μπίστη διαπίστωνα ότι η φόρμα και το μοτίβο ήταν πάντα ίδια. Πήγα στο Αφρατί για να φωτογραφίσω και να θαυμάσω το καμπαναριό που ήταν από μαύρη πέτρα σκαλιστή, έργο του Μπίστη, δυστυχώς δε το βρήκα γιατί το είχε γκρεμίσει ο παπάς για να μεγαλώσει την εκκλησία….
Βρήκα μόνο μια μεγάλη σκαλιστή πέτρα κι αυτή χτισμένη στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Αν αυτό το καμπαναριό σωζόταν θα ήταν από τα καλύτερα μνημεία σύγχρονης λαϊκής λιθογλυπτικής σε μαύρη πέτρα.
…Ο Μπίστης υπήρξε ισάξιος των τότε φημισμένων λιθογλυπτών του νομού Ηρακλείου
Όταν δούλευε με το γιο του Δημήτρη στην εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στην Περβόλα ο γιος του τον ρώτησε: «Γιατί πατέρα σε κάθε παράθυρο κάνεις διαφορετικό ξόμπλι;».
«Γιατί παιδί μου εγώ κοροϊδεύω την τέχνη κι όχι αυτή εμένα» απάντησε ο πρωτομάστορας!
Επειδή η αρχιτεκτονική του κληρονομιά δεν εκτιμήθηκε όσο άξιζε μα ούτε και διαφυλάχτηκε, βαραίνει πολύ στη ζυγαριά της εθνικής προσφοράς από την επαρχία Βιάννου. Ας είναι λοιπόν το μελάνι κι ο κόπος μου γι αυτόν φόρος τιμής και παντοτινό μνημόσυνο.
Ο γιος του Δημήτρης Γελασάκης επίσης σημαντικός καλλιτέχνης της πέτρας αφηγείται :
«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1880 στο Λουτράκι και πέθανε το 1969. Δεν φοίτησε σε κανένα σχολείο. Από παιδί διακρίνονταν για την εξυπνάδα την τόλμη και την καλλιτεχνία. Ήταν τεσσάρων χρονών όταν παρακολουθούσε ένα καλό μάστορα που σκάλιζε τα τέμπλα της εκκλησίας της Ευαγγελίστριας στο Λουτράκι. Σε λίγο έπιασε κι αυτός ένα κοφτερό εργαλείο να σκαλίσει. Από απροσεξία του, αφαίρεσε ένα μέρος από το μικρό του δάχτυλο του αριστερού χεριού. Σε ηλικία 10 ετών του επιτέθηκαν στη θέση Μαυρικό της Βιάννου δυο Τουρκάκια χωρίς αιτία. Με μια ντιχαλόβεργα που κρατούσε κόντευε να τα αφήσει στον τόπο απ’ το ξύλο. Η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο και με τη μεσολάβηση του νονού του, του Καπετάν Σπυρίδου Αγαπάκη, αθωώθηκε. Με το γεγονός αυτό βούιξε όλη η Βιάννος κι όλοι είπαν «Αυτός μωρέ θα γενεί ο ίδιος ο θείος του ο Μπίστης που κοπάνιζε συνέχεια τσι Τούρκους». Λίγο αργότερα ξεχάστηκε το πραγματικό του όνομα και παντού ήταν πια γνωστός με το παρατσούκλι «ο Μπίστης». Λίγο αργότερα ο πατέρας του τον έβαλε φαμέγιο στον Πολίτη. Έμεινε 7 χρόνια φαμέγιος και ύστερα μπήκε φαμπρικάρης. Σε ηλικία 25 χρονών, η ζωή του σημαδεύτηκε από ένα φόνο εξ αμελείας. Σε κάποιο γλέντι θέλησε να ρίξει μια πιστολιά από κέφι όταν ο θείος του ο Γελασογιώργης τούπε: «Ρίξε εκεί στο παραθύρι να δούμε ανε το τρυπήσει η σφαίρα». Έριξε ο πατέρας μου τη μπιστολιά, αλλά από μέσα κάθονταν ο φίλος του Γιάννης Τακτικάκης που τον βρήκε η σφαίρα και τον άφησε στον τόπο. Αμέσως μετά το φονικό, ο πατέρας μου παραδόθηκε στην αστυνομία. Δικάστηκε 6 μήνες φυλακή στον Άγιο Νικόλαο. Στη φυλακή έκανε παρέα με το συγχωριανό του δάσκαλο Μιχάλη Λουλάκη και του έμαθε ελάχιστα γράμματα και αριθμητική. Λίγο πριν λήξει η ποινή του ήρθε ξανά η μοίρα όχι πια να τον αδικήσει αλλά για να τον βοηθήσει. Είχαν μεταφέρει για λίγες μέρες στη φυλακή τον άριστο τεχνίτη Μανόλη Δημάκη από τα Χανιά ο οποίος τις λίγες μέρες γνωριμίας τους, πρότεινε στον πατέρα μου να τον ακολουθήσει για να μάθει καλύτερη τέχνη. Μόλις αποφυλακίστηκε τον ακολούθησε και δούλεψε μαζί του σε πολλές περιοχές της Κρήτης. Απ’ ότι θυμούμαι δούλεψε στο Σπήλι, στη Νεάπολη και στο Πισκοκέφαλο Σητείας και σε άλλα μέρη. Στα χωριά της επαρχίας Βιάννου έκανε τα εξής έργα: Γυμνάσιο Βιάννου, το Δημοτικό Σχολείο στην Περβόλα, το τοξωτό γεφύρι που συνδέει την Περβόλα με το Μύλο και το γεφύρι που συνδέει το Χόντρο με το Θυμιανό. Έφτιαξε επίσης με μαύρη πέτρα σκαλιστή το καμπαναριό του Αγίου Παντελεήμονα στο Αφρατί. Την περίοδο της κατοχής έχτισε και πελέκησε το σπίτι του Μιχάλη Στεφανάκη στο Χόντρο με μεροκάματο 3 οκάδες κριθάρι. Στο Βαχό μια δεξαμενή με μαύρη πέτρα. Το Μαγατζέ του Τίτου Παπαμαστοράκη στον Κερατόκαμπο. Παράλληλα δούλεψε σε πάρα πολλές εκκλησίες μαζί με άλλους τεχνίτες. Πελέκησε ακόμη πολλά αγκωνάρια για τα τεχνικά έργα του δρόμου Σητεία --Ιεράπετρα-Βιάννος μέχρι Πεζά. Στον Κρεβατά κατασκεύασε πελεκητό μνημείο με μαύρη πέτρα για όσους σκότωσαν οι Γερμανοί. Τόσο πολύ ευχαριστήθηκαν οι κάτοικοι του χωριού για την καλλιτεχνικότητά του που ο δάσκαλος Μιχάλης Κυπριωτάκης έγραψε τότε σε εφημερίδα του Ηρακλείου τα εξής:
«Καθήκον επιβεβλημενον θεωρώμεν όπως και δια του τύπου εκφράσομεν τας απείρους ευχαριστίας μας εις τον διακεκριμένον τεχνίτην Μιχαήλ Γελασάκην, όστις αναλαβών την ανέγερσιν του μνημείου των 21 εκτελεσθέντων εν τω χωρίω μας Κρεββατάς, γονέων, τέκνων και αδελφών ημών, ειργάσθη σχεδόν αφιλοκερδώς διατην ταχείαν αποπεράτωσιν αυτού, όπερ παρέδωσεν σήμερον εις την επιτροπήν ανεγέρσεως, καλλιτεχνικότατον από πάσης απόψεως. Τοιούτοι τεχνίτες είναι άξιοι παντός επαίνου, κοσμούν πράγματι τον κλάδον τους, εξυψώνουν δε την καλλιτεχνίαν της πατρίδος τους».
Πώς έκοβε τις μυλόπετρες για τις φάμπρικες
Επειδή οι μυλόπετρες γίνονταν μόνο από αμυγδαλωτή πέτρα, ήταν αναγκασμένος όπου υπήρχε τέτοιο νταμάρι να τις κόψει, να τις πελεκήσει επί τόπου ύστερα από δικές του εφευρέσεις, για να τις μεταφέρει στις φάμπρικες. Το 1935 έκοψε τρεις μυλόπετρες ύψους 1,20 και πλάτους 0,50 στην τοποθεσία Φαραγγούλια για το ελαιουργείο του Βαχού. Η μεταφορά έγινε από ένα μονοπάτι πλάτους 70 πόντων. Οι Αμιριώτες και οι Βαχουδιανοί που ήρθαν αρνήθηκαν να τις παραλάβουν από κει. Αγιαστήκαμε να τσι κατεβάσουμε 1500 μ. κι ύστερα ο πατέρας μου σοφίστηκε να φτιάξει αργαστήρι για την υπόλοιπη μεταφορά τους. Έδενε λοιπόν δέκα σκοινιά κι έβαλε ανθρώπους να τα τραβούνε κι αυτός με τη βροντώδη φωνή του κουμαντάριζε το αργαστήρι: βίρα, μάινα… Όταν είχαν ανήφορο τραβούσαν από μπροστά κι όταν είχαν κατήφορο τραβούσαν από πίσω. Με τον ίδιο τρόπο έκοψε και μετέφερε μυλόπετρες για τις φάμπρικες της εποχής στα χωριά Καστελλιανά, Φαβριανά, Σχοινιά, Δεμάτι, Φιλίππους, Μεσοχωριό, Καλύβια, Κατωφύγι, Ξενιάκο, Έμπαρο, Κασάνους, και σε άλλα χωριά που δεν θυμούμαι. Εγώ ήμουν τότε «το δεξί του χέρι» και όλα αυτά τα έζησα και τα θαυμάζω. Δεν καταγίνονταν όμως μόνο με τεχνικά έργα. Έπλεκε καλάθια, πελεκούσε χερόμυλους, ζυγούς, βολόσυρους, ξύλινες κουτάλες κι ότι μπορούσε να βάλει ο νους του ανθρώπου! Θυμούμαι που μου έλεγε:
«Ότι δουν τα μάτια μου, το κάνουν τα χέρια μου!». Αγαπούσε την αλήθεια και σιγοτραγουδούσε τη μαντινάδα:
Καρδιά μεγάλη κι άφοβη να κρύβεις μες τα στήθια
και σε μεγάλους και μικρούς να λέγεις την αλήθεια.
Κι αν την αλήθεια σιωπάς, μοιάζεις μ’ αυτό που σκάφτει
Λάκκο βαθύ μέσα στη γη και το χρυσάφι θάφτει».
Όσες φορές έπιανε να πελεκήσει κάτι δεν τον ενδιέφερε ούτε ο κόπος ούτε ο χρόνος αλλά ούτε και η αμοιβή του που ήταν πάντα η ελάχιστη. Τον ενδιέφερε πάντα το τέλειο κι όταν δεν είχε δουλειά πελεκούσε σταυρούς και τους χάριζε στις εκκλησίες.
Χωρίς αμοιβή κατασκεύασε το καμπαναριό της εκκλησίας της Ευαγγελίστριας στο Λουτράκι, ενώ σε ηλικία 80 χρονών πελέκησε ωραιότατο σταυρό που τον τοποθέτησε δωρεάν στο καμπαναριό της Αγίας Αικατερίνης στη Βιάννο. Από τις τόσες εργασίες και τον ιδρώτα που έχυσε σ’ όλη τη ζωή του, δεν κέρδισε χρήματα να αποκαταστήσει τα 9 παιδιά του όπως ήθελε. Πέθανε φτωχός και τίμιος ο μακαρίτης ο Μαστρομιχάλης, ο πατέρας μου κι εγώ αισθάνομαι υπερήφανος για την καλλιτεχνική του προσφορά. Αναμφισβήτητα υπήρξε πρωτομάστορας στην Επαρχία Βιάννου κι ένας από τους καλύτερους πελεκάνους στο Νομό Ηρακλείου.
*Από το βιβλίο του Γιώργου Θεοδοσάκη «Μορφές του λαϊκού βίου και πολιτισμού στα τέλη του 20ου αιώνα στην ανατολική Κρήτη»
Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"