Η χαρουπιά
Στο αμπέλι επήγε ο Νικολής με τη Μαργή, τη γυναίκα του
Εκείνος μορφοκλάδευε τσοι κορμούλες κι εκείνη εμάζευε τα κλήματα και τα έβγαζε έξω από τα καρίκια. Κατά τις δέκα, εκάτσανε από κάτω από τη χαρουπιά που ήτανε στην άκρα, στο σύνορο, να φάνε τις ελιές, το χαλβά και τα λούπινα που εκρατούσε η Μαργή για κολατσό. Επάνω στη χαρουπιά, γινόταν ένα τρελό πανηγύρι από τα πουλιά, που παραλαντισμένα από την ανοιξιάτικη πανδαισία, απολάμβαναν τον έρωτά τους. Κοτσίφια, σπουργίτια και γαρδέλια επιδίδονταν σ’ ατέρμονα ερωτικά παιγνιδίσματα. Πολύ της άρεσε της Μαργής όλο αυτό το σκηνικό, που της θύμιζε τη νεότητά της και τα ερωτικά της παιγνίδια με το Νικολή.
"Νικολή, ξάνοιξε μπρε, απάνω στη χουρουπιά να δεις τα πουλιά απού ’ναι χιαγιρτισμένα". Εκατάλαβε ο Νικολής, πως η κερά του ήθελε… παιγνίδια, αλλά εκείνος, δεν…
Με σαφήνεια λοιπόν απέκλεισε το… πονηρό ενδεχόμενο λέγοντας: "Ε, ώρα μου ’ναι εδά να σκαλώσω στη χαρουπιά!!!"