Η "σοκολάτα" μιας άλλης εποχής

Εδώ και 4.000 χρόνια, στην περιοχή της Μεσογείου, καλλιεργείται η Χαρουπιά, ένα αειθαλές δέντρο, που ευδοκιμεί στις άνυδρες και βραχώδεις περιοχές.
Η χαρουπιά (ξυλοκερατιά, τερατσιά) ανήκει στην οικογένεια Leguminosae, στο γένος Ceratonia και στο είδος Ceratonia siliqua L. Η επιστημονική ονομασία της χαρουπιάς προέρχεται από την ελληνική λέξη κεράς (κέρατο) και τη λατινική λέξη «siliqua», υποδηλώνοντας τη σκληρότητα και το σχήμα του λοβού.
Οι Κρητικοί έτρωγαν τα χαρούπια σαν γλυκό. Σε περιόδους πείνας, τα χαρούπια έτρεφαν τους φτωχούς και τους αντάρτες που βρίσκονταν στα βουνά. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί, πως πριν αρχίσουν οι καλλιέργειες τεύτλων και ζαχαροκάλαμου και δημιουργηθούν οι βιομηχανίες ζάχαρης ήταν η πρώτη ύλη για τη παραγωγή του ούζου. Όπως αναφέρει ο κ. Χρύσανθος Αγγελάκης, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Ταρτους, Μυτιλήνη, Πάτρα, Πειραιάς, Βόλος... όλοι όσοι έφτιαχναν ούζο ήταν σε λιμάνια.
Η συγκομιδή
Σε κείμενα τους, ο κ. Γιώργος Κονδυλάκης και ο κ. Γιώργος Χουστουλάκης, αναφέρουν πως παλιά τα χαρούπια αποτελούσαν ένα εισόδημα και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερες καλλιεργητικές φροντίδες. Απλά τα καθάριζαν λίγο και τα μάζευαν. Κάθε χρόνο, μετά τις 20 του Αυγούστου ξεκινούσαν το μάζεμα τους. Έπρεπε να μαυρίσουν λίγο, αλλά να μην πολύ ξεραθούν γιατί γινόταν πολύ ελαφριά. Δεν μπορούσε κανείς να πάει όποτε ήθελε στα χαρούπια, εκτός αν τα ήθελε για τα ζώα του. Ο αγροφύλακας έδινε εντολή ποια μέρα μετά τον δεκαπενταύγουστο θα άρχιζε το μάζεμα, και συνήθως σε κάποια χωριά ανακοίνωναν με τελάλη στο χωριό ότι «…από την ερχόμενη Δευτέρα ντακαίρνουν (αρχίζουν) τα χαρούπια, και όποιος θέλει να πάει να τα μαζώξει».
Το πρωί ξεκινούσαν από πολύ νωρίς, λόγω της ζέστης. Έπαιρναν το φαγητό τους, το σταμνί με το κρύο νερό σκεπασμένο με ένα βρεγμένο παλιό φάρδο, τα ντεμπλιά τα καλάθια και φυσικά αρκετούς φάρδους. Τα φόρτωναν στο γαϊδουράκι τους, έδεναν και τις κατσίκες στα σκαρβέλια του σαμαριού και πήγαιναν στο χωράφι που είχαν χαρουπιές για μάζεμα. Τις ντέμπλες τις έκοβαν νωρίτερα, τις καθάριζαν καλά, για να είναι εντελώς ξερές στο ράβδισμα και για να είναι ελαφρότερες. Αν δεν είχαν ντέμπλες, έπαιρναν μακριά καλάμια. Τις ίδιες ντέμπλες χρησιμοποιούσαν και στο ράβδισμα της ελιάς.
Στις 6 το πολύ 7 έπρεπε υποχρεωτικά να έχει ξεκινήσει το μάζεμα, με χαρούμενη διάθεση. Στο μάζεμα βοηθούσαν και τα παιδιά.
Σαν έφταναν σε κάθε χαρουπιά, έβλεπαν πεσμένα από τον αέρα λίγα χαρούπια, όταν όμως ανέβαινε κάποιος πάνω και κουνούσε δυνατά ένα – ένα τους κλάδους της, κάτω γινόταν σωρός. Με μια ντέμπλα έριχναν αυτά που είχαν απομείνει. Με τα χέρια μετά μάζευαν τα χαρούπια από παντού όπου έπεφταν και τα έβαζαν στα καλάθια και στη συνέχεια στους φάρδους. Εκεί τα χέρια εύκολα γδέρνονταν από τα αγκάθια.
Ανάμεσα στα πολλά χαρούπια που μάζευαν, υπήρχαν και κάποια τα οποία ήταν πολύ παχιά μακριά και εύρωστα, και τα ονόμαζαν «σοκολάτες»! Αυτά συνήθως τα έσπαγαν στα δυο να δουν αν είχαν πολύ μέλι. Πράγματι αυτά ήταν γεμάτα ζαχαρωμένο μέλι που καμιά φορά έσταζε με το σπάσιμο. Μερικά από αυτά τα έτρωγαν επιτόπου τα κοπέλια. Αυτά όλα τα καλά χαρούπια τα έβαζαν στην άκρη για να κάνουν το χαρουπόμελο στο τέλος.
Όταν ο φάρδος γέμιζε τελείως και όπως ήταν ανοιχτός, έκοβαν μικρούς δροσερούς βλαστούς από τη χαρουπιά, και τα τοποθετούσε σε όλη την επιφάνεια για να συγκρατούν τα χαρούπια, και μετά τον έραβαν με τέλι ή σπάγγο.
Σαν τέλειωνε η μια χαρουπιά προχωρούσαν στην άλλη, και σιγά – σιγά τέλειωνε και το χωράφι. Την άλλη μέρα θα πήγαιναν σε άλλο χωράφι με χαρουπιές.
Καμιά φορά έβρισκαν στον κορμό κάποιας γέρικης χαρουπιάς, χαμηλά κοντά στο έδαφος αλλά και ψηλά σε ύψος μέχρι 4 μέτρα, ένα φαγώσιμο μύκητα το «σκαρολάχανο ή κερατολάχανο». Είναι ένας εντυπωσιακός λευκός μύκητας που μπορεί να φτάσει και τα 4 κιλά. Καταναλώνεται είτε τηγανητός είτε μαγειρεύεται στιφάδο. Με επιφύλαξη, αναφέρουμε ότι ποτέ στην Κρήτη ο μύκητας αυτός δεν υπήρξε δηλητηριώδης. Πάντοτε αποτελούσε και αποτελεί σπάνιο και εύγευστο «μεζέ». Φυσικά τότε εξασφάλιζαν και τον μεζέ για τις επόμενες μέρες.
Τα χαρούπια τα ξεφόρτωναν κάθε μέρα κατ’ ευθείαν στον έμπορα που συνήθως ήταν ο μπακάλης του χωριού. Όλα μαζί τα σακιά, τα τρούλιαζε (ντάνιαζε) το ένα πάνω σ’ άλλο στη ζυγοπλάστιγγα, και κάθε φορά μας έδινε τα κιλά γραμμένα σε χαρτάκι με το ζυγολόγιο, αφού πάντα ξέπεφτε ένα κιλό για κάθε σακί, και έδινε και επιπλέον άδεια σακιά. Την τελευταία μέρα μονάχα στο μάζεμα, κρατούσαν και πέντε – έξη σακιά χαρούπια και τα ξεφόρτωναν στο σπίτι. Τα χαρούπια που ήταν να δώσουν για τα ζώα. Τα έσπαγαν στα δύο ή στα τρία, αφαιρούσαν τη μύτη και το κοτσάνι να μην τους τρυπήσουν τα ούλα τους και έριχναν από μια δυο φούχτες σε κάθε ζώο σαν συμπλήρωμα τροφής.
Ο έμπορος στα παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν δρόμοι στα χωριά, χρησιμοποιούσε τους αγωγιάτες και τα μετέφεραν με τα ζώα στους μαγατζέδες και μετά με το πλοίο στο Ηράκλειο ή αλλού. Μετά που ανοίχτηκαν οι δρόμοι, τα φορτηγά αυτοκίνητα ανέλαβαν όλες τις μεταφορές.
Πολλές νοικοκυρές έφτιαχναν και το χαρουπόμελο από τα χαρούπια που μάζευαν και το χρησιμοποιούσαν σαν γιατρικό ή αντί για ζάχαρη που δεν υπήρχε.
Σήμερα οι χαρουπιές που έχουν απομείνει είναι λίγες και οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τα χαρούπια σαν ζωοτροφές στα ζώα τους. Οι περισσότερες έχουν γίνει καυσόξυλα...
Θρέπτική αξία χαρουπιού, υφιστάμενες χρήσεις και αναπτυσσόμενες αγορές
Οι υφιστάμενες χρήσεις του χαρουπιού περιλαμβάνουν ζωοτροφές, τρόφιμα και συστατικά τροφίμων, φαρμακευτικά προϊόντα και καλλυντικά ενώ, παράλληλα, το κόμμι του χαρουπιού χρησιμοποιείται ευρέως ως πηκτικός και σταθεροποιητικός παράγοντας σε παιδικές τροφές, ψωμί, δημητριακά, γαλακτοκομικά προϊόντα, ποτά, καλλυντικά, γόμες, και μπογιές. Το χαρούπι είναι ένα τρόφιμο πολλών καρατίων αφού η διατροφική του αξία είναι πολύτιμη. Η σάρκα του χαρουπιού έχει υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα, κυρίως σακχαρόζη, γλυκόζη, φρουκτόζη και μαλτόζη.
Επιπλέον, περιέχει πρωτεΐνη, υψηλά επίπεδα φυσικών αντιοξειδωτικών ενώσεων και ορισμένα σημαντικά ιχνοστοιχεία, όπως κάλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο, σίδηρο κ.ά. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τα χαρούπια είναι πλουσιότερα σε ασβέστιο από το γάλα, αφού περιέχουν περίπου 300 mg ασβεστίου ανά 100 g χαρουπιού σε σύγκριση με το γάλα που περιέχει 120-130 mg ασβεστίου ανά 100 g γάλατος.
Το χαρούπι είναι ακόμη γνωστό για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες, αφού δρα ως στυπτικό, καταπραϋντικό και καθαρτικό και είναι ειδικό για τη θεραπεία της διάρροιας στα νήπια. Διάφορες αναφορές σε ιατρικά περιοδικά στη δεκαετία του 1950 έδειξαν ότι το αλεύρι από χαρούπι αναμεμειγμένο με γάλα θα μπορούσε να βοηθήσει τα νήπια να αφομοιώσουν τα γεύματά τους, σταματώντας τη διάρροια.