Η Μάνα
Είναι φτωχή είναι αγράμματη
μόνη της μες στο σπίτι
ο άντρας της επόθανε
και το παιδί της λείπει,
στην ξενιτιά παντρεύτηκε
βρήκε δουλειά και βγάνει
πολλά λεφτά και όμορφη
οικογένεια έχει κάνει.
.
Την μάνα του δεν την ξεχνά,
πολύ συχνά της στέλνει
γράμματα, μα τι γράφουνε,
δεν τα καταλαβαίνει.
Πώς ν’ αρνηθείς σε μια γριά
που τηνέ τρώει ο πόνος
μπαίνω στο σπίτι, γιατί εγώ,
ήμουν ο ταχυδρόμος.
.
Διαβάζω: «Μάνα είμαι καλά
πολλά φιλιά σου στέλνω
βρήκα δουλειά, καλή δουλειά
καλά τα καταφέρνω.
Παντρεύτηκα και δύο παιδιά
στο σπίτι μεγαλώνουν,
μα η γυναίκα μου κι αυτά
φωνάζουν, με μαλώνουν.
Γιατί δουλεύω απ’ το πρωί
μέχρι αργά το βράδυ
το φως της μέρας σαν χαθεί
και θα ’ρθει το σκοτάδι
δεν προλαβαίνω μάνα μου
να ’ρθω και να σε πάρω,
μα γράψε μου στην τράπεζα
αν θέλεις να σου βάλω,
λεφτά γιατί, η σύνταξη,
είναι μικρή που παίρνεις
ποτέ δεν ήσουν σπατάλη
και θα τα καταφέρνεις».
.
Τα μάτια της γεμίσανε
δάκρυα και μου λέει:
«παιδί μου γράφε ότι σου πω,
γιε μου καλέ δεν φταίει,
που δεν με φτάνουν τα λεφτά
τα φάρμακα να παίρνω
και να πληρώνω τη ΔΕΗ,
όμως τα καταφέρνω.
Αυτό που θέλω γιόκα μου
είναι να ’ρθεις κοντά μου
και να σε σφίξω δυνατά
μέσα στην αγκαλιά μου
τη νύφη μου, τα εγγόνια μου,
να φέρεις να γνωρίσω
και δεν με νοιάζει ύστερα
τα μάτια μου να κλείσω,
.
να πάω να βρω τον κύρη σου
που μου χει λείψει τόσο
κι από ΔΕΗ και φάρμακα
για πάντα να γλιτώσω.
.
Έλα παιδί μου στο ζητώ,
εγώ θα περιμένω,
τον ταχυδρόμο θα ρωτώ
γράμμα σου θα ανημένω».
Το κλείνω σ’ ένα φάκελο
και γράφω το όνομά του,
φεύγει το γράμμα γρήγορα
θα κάμει τη δουλειά του,
τα νέα ο γιος της μάνας του
να πάρει και να μάθει,
ότι κοντά της του ζητά
στο σπίτι να ξανάρθει.
.
Περνούνε μήνες δυο και τρείς,
μα δεν της φέρνει γράμμα,
ο ταχυδρόμος, κι η γιαγιά,
ζει το δικό της δράμα.
Μια αρρώστια την καθήλωσε
στου πόνου το κρεβάτι
και ώρα την ώρα καρτερεί
το χάροντα για να ’ρθει
και να την πάει στον κύρη της,
στον άντρα της, στη μάνα,
και στο χωριό να παίξουνε
τη νεκρική καμπάνα.
.
Μα ξάφνου ανοίγει διάπλατα
η πόρτα του σπιτιού της
κι ο ταχυδρόμος φέρνει της
το γράμμα του παιδιού της
και της διαβάζει… Ένα χαμόγελο,
θωρώ στο πρόσωπό της
πάνω το γράμμα από το γιο
στα δυο της χέρια βάνω.
Με τη στερνή της δύναμη
στα χείλη της το φέρνει,
χαρούμενη ο χάροντας
έρχεται και την παίρνει…
.
Δεν ξέρω αν έκανα καλά
που ΈΓΡΑΨΑ αυτό το γράμμα,
Μα έφυγε χαρούμενη
χωρίς να πάθω πράμα.
Επόθανε χαρούμενη,
θαρρώ ευτυχισμένη,
χωρίς να μάθει πώς ο γιος,
την είχε ξεχασμένη…
* Ο Μανώλης Παπαματθαιάκης
είναι συνταξιούχος ταχυδρόμος