Η κοντυλιά…
Επαντρεύτηκε ο Μανώλης με τη Μαρία και έφτασε η πολυπόθητη πρώτη νύχτα του γάμου.
Η Μαρία έτρεμε μπροστά στην ιδέα να χάσει την παρθενιά της. Εκοιμηθήκανε την πρώτη νύχτα σαν αδερφάκια. Το ίδιο έγινε σχεδόν όλη την εβδομάδα κι ο Μανώλης είχε φτάξει σε απόγνωση. Σηκώνεται και πάει στην πεθερά του και της λέει «Ή θα τση πεις να μου σιμώσει ή θα σου τηνέ πέψω οπίσω»! Παλιά καραβάνα η πεθερά τονέ καθησύχασε και είπε ντου «εγώ θα σου τη κανονίσω, μόνο έχε στο νου σου όταν θα ακούσεις το βράδυ τσοι κανταδόρους με τη λύρα». Αμέσως πήγε στην κόρη της και της λέει: «Μαρία έχε υπόψη σου πως, όταν ο Μανώλης ακούσει λύρα και δεν κάμετε έρωτα θα μείνει στο… τόπο κι είναι κρίμα να χαθεί τέτοιο παλικάρι».
Εκανόνισε λοιπόν να περάσουν οι μερακλήδες του χωριού από το σπίτι του ζευγαριού κάνοντας καντάδα...
Μόλις άκουσε τη λύρα η Μαρία και μπροστά στον κίνδυνο να χάσει το Μανώλη, εσυβάστηκε δια τα… περαιτέρω!
Το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ να σου πάλι οι μερακλήδες του χωριού να κανταδίζουνε και δώστου ο Μανώλης το Μαριώ, ε, κάποια στιγμή εξενεφρίστηκε! Ένα μήνα κράτηξε το κανταδολόημα όσο και ο πηδηκτός του του Μανώλη και της Μαρίας!
Εξαναπήγε ο Μανώλης στην πεθερά του και της λέει «Μπρε συ, πε τος να σταματήσουνε μπλιο, γιατί θα με πάρει ο διάολος». Εσταματήσανε οι καντάδες, εσταμάτησε κι ο Μανώλης… τα ερωτολογήματα και την έπεφτε νωρίς-νωρίς για ύπνο, μπας και ανακαρώσει. Ήθελε η φουκαριάρα η Μαρία, αλλά ο Μανώλης εροχάλιζε του καλού καιρού! Κι ένα βράδυ, σιμώνει στο αυτί του Μανώλη και του τραγουδεί «Ένας καινούριος, ένας καινούριος άνεμος, τα τι ρα, τίρα, τα τι ρα τίρα»!!!