Η καρπούζα
Ο Μιχάλης τα έβαλε μια μέρα με τη σοφία του Θεού
Έσκαβε το περβόλι του ο Μιχάλης και όταν παρακουραζότανε καθότανε κάτω από τον μεγάλο υπεραιωνόβιο πρίνο για να ανασάνει από τον νέο καύσωνα.
Έτσι όπως ήταν ανάσκελα, συχνά το μυαλό του ταξίδευε. Μιαν ημέρα από τις προηγούμενες λοιπόν, που είχε πάει να κόψει τις πρώτες καρπούζες που εφύτεψε, την ώρα του διαλείμματος και του στοχασμού, όπως κοίταζε το βαθύ φύλλωμα και τους καρπούς του πρίνου, άρχισε να τα βάζει με τη σοφία του Θεού!
"Μαχιαλά δεντρό να χει οστόσινά μπογάρα και να κάνει τόσο μικιά καρπουλάκια; Και θωρείς την καρπουζά που ναι στη γης και κάνει οστόσεσάς μεγάλες καρπούζες!"
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τον συλλογισμό του και ένα βελανίδι έφυγε από το θηκάρι του, χτυπώντας τον δυνατά στο μέτωπο.
Αυτομάτως, ο Μιχάλης αναθεωρεί λέγοντας: "Δόξα σοι ο Θεός, σα δεν ήτονε καρπούζα!"