Η καλίκωση


Κάτσε πάλι, μα πολύ καιρό έχομε να τα πούμε...
Να σου μιλήσω, ν αλαφρώσω...
Χίλια πάθη από γύρου γύρου, μα τση ψυχής η πεθυμιά και η πνοή τση μνήμης, δεν αλλάζει...
Χατήρι το κάνω...
Όχι του καθενός, ή του οποιουδήποτε ακόμη κι αν είναι άνθρωπος εδικός μου...
Εμένα το κάνω το χατήρι.
Να μην αφήσω το καιρό που πέρασε να χαθεί.
Γιατί...
Μπορεί ο καιρός να φεύγει, να περνά, μα δε χάνετε...
Από τη... "πολιτεία" Αγιές Παρασκιές, στο μετόχι 1,5 χιλιόμετρο όξω από την Άρβη, ήτανε η ζωή μου.
Μπορεί τα κακοσόκακα τση 10ετίας του '60-'70 να 'τανε χωματένια, ή στη καλύτερη περίπτωση καλντερίμια μα... άρων άρων ήτονε "λεωφόροι"! (σε σύγκριση με τα κακοτράχαλα ζαλάκια (δρομάκια) τση "Πλευράς", του Αμιρά και του "Αργουλιδιά" τσ΄ Αρβης)...
1,5 χιλιόμετρο (μπορεί και παραπάνω) για το σκολειό τσ' Άρβης το πρωί κι άλλο τόσο το μεσημέρι, για το μετόχι μας... ΠΟΔΑΡΑΤΑ!!!
(Πόσες φορές, ο συγχωρεμένος ο κύρης μου, δε μας έδινε να πάρομε το ψωμί κι ίσαμε να το πάμε στο σπίτι, είχαμε... το μισό φαωμένο...)
Δυό λογιώ καλίκωση, δεν ήθελα...
Τσι... γαλότσες και τα... πέδιλα...
Τα "σπορτέξ" εγούσταρα κι εζήλευα που τα φορούσανε και τ άλλα κοπέλια, μα... που τέθοια "πολυτέλεια", για τα κακοτερένια κοπελίστικα πόδια μου...
Κι όσο δε τσ' ήθελα τσι γαλότσες, τόσο ο χειμώνας ανάγκαζε το κύρη μου να μου τσι παίρνει...
Άλλο τόσο, τα καλοκαίρια η καλίκωση ήτανε τα πέδιλα...
Κι αφού δε τα 'θελα, όσο δε με θωρούσανε οι γονέοι μου.... τα 'βγανα και τα κράτουνα στη χέρα...
Κι είχα καλλιά να πορπατώ αξυπόλυτος, παρά ετσά λογιώ καλικωμένος...
Κι ετσά, από τα σοκάκια των Αγιών Παρασκιών που 'βανα το κώλο κάτω κι εσυρνόμουνε (ναι! εγώ, δεν ήκαμα "καβράκια" (μπουσούλισμα) όντεν ήμουνε μωρό... Κωλοσυρτός επήγαινα, από το σπίτι μας, στου μπάρμπα μου του Μανώλη, να μου δώσει τ αυγό η θειά μου η Θεονύμφη, να μου το βράσει η μάνα μου) εβρέθηκα, που λες, αξυπόλυτος, στα ρυάκια και παπούρια του άλλου τόπου...
Σαν τον άθρωπο πάντως, δεν εκάτεχα να πορπατώ...
Και όσο ήτανε το πατελονάκι μου, ξεπατωμένο από το πισινό, στσ' Αγιές Παρασκιές, άλλο τόσο, είχανε κάμει "πετσιά" οι πατούχες μου, στο μετοχάρικο τόπο του σκολικού καιρού μου...
Σαν του Μανώλακα από το Λουτράκι, είχανε γενεί τα πόδια μου...
Που λένε πως, αξυπόλυτος στα Βιαννίτικα όρη, οι αστιβίδες εμπερδένανε στα δαχτύλια τω ποδιώ του και... τσι ξεπάτωνε! χωρίς να νιώθει πόνο...
(για την ιστορία, ο Μανώλακας, ήτανε το πρόσωπο που έδωσε την έμπνευση στον μεγάλο μας Ιωάννη Κονδυλάκη, να γράψει το αριστούργημα του, "ο Πατούχας")
Κι ανάθεμα το, ασπαλάθοι, αγκάθες, αχινοπόδια, ακόμη και πρόκες μου καρφώνανε, μα πόνο, δεν εγροίκουνα!!!
Μόνο μια φορά, θυμούμαι, που μου κάρφωσε μια πρόκα κι ήμουνε... Καλικωμένος!!!!
Ήβγαλα κι εγώ τη γαλότσα, επήρα ένα κομμάτι ξύλο κι εντάκαρα να χτυπώ το σημείο που μου 'χε καρφώσει...
Εμάτωσε καλά!!! Μπόλικο αίμα η πληγή...
Μα... την άλλη μέρα, ούτε πόνος, ούτε αίμα...
Και φυσικά, για αντιττετανικό ορό, ούτε κουβέντα....
Και φτάνω σήμερο, αδερφέ μου, να' μαι ομπρός στη πόρτα τω γεραθιώ και να γροικώ τα γόνατα μου, να μη με στηρίζουνε... Να πονούνε..
Κι αναρωθιούμαι....
Άμα ξυπολυθώ πάλι... κι άμα ντακάρω να κωλοσύρνομαι...
Θα γειάνουνε;