Η κα Β.Θάνου μέσα από μια προσωπική οπτική και διάσταση
Η κα Βασιλική Θάνου έχει κυριαρχήσει στην δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια μέσα από τους ποικιλώνυμους, τους πολυώνυμους και τους ετερόκλητους ρόλους και ιδιότητες που έχει κληθεί, ή που επέλεξε, ή επεδίωξε η ίδια να υπηρετήσει, ως διατελέσασα δικαστής καριέρας, καθώς ως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κατ’ εξάντληση της δικαστικής ιεραρχίας.
Και βέβαια για την περίλαμπρη και επαγγελματικώς μεγαλοπρεπή διαδρομή αυτή και πορεία της κας Θάνου, ουδείς, φρονώ, νομιμοποιείται να είναι επικριτικός εναντίον της, αφού για να φθάσει η τελευταία στα ύψιστα και στα ύπατα αξιώματα της δικαστικής ιεραρχίας, κάποια ουσιώδη και πραγματικά επαγγελματικά προσόντα θα πρέπει να είχε, ή αξιοπίστως και πειστικώς να επεκαλέσθη και που επιτέλους κάποιοι και με κάποια, υποθέτω αντικειμενικά, κριτήρια, την έκριναν και την προήγαγον μέχρι την προεδρία του Αρείου Πάγου, του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας. Κι ούτε βέβαια ευσταθούν απόψεις αβάσιμες, ατεκμηρίωτες και αναπόδεικτες, που κατά καιρούς ακούστηκαν, «κάτω από το τραπέζι», από τους τυχόν ιεραρχικώς παρακαμφθέντες κατά της εκλογή της κας Β. Θάνου στην Προεδρία του Αρείου Πάγου, ότι δηλαδή μια τέτοια λαμπρή διαδρομή και πορεία, μπορεί να είναι αποτέλεσμα συμπτώσεων, ή πολιτικών επιλογών και σκοπιμοτήτων.
Διετέλεσε λοιπόν η κα Β. Θάνου Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, συγχρόνως δε και όσο ήταν ακόμη στην προεδρία του Αρείου Πάγου και πριν την αφυπηρέτησή της, επεδίωξε την νομοθετική μεταρρύθμιση με βάση την οποία οι δικαστές δεν θα συνταξιοδοτούντο στην ηλικία των 67 ετών, αλλά στην ηλικία των 70. Και επεδίωξε η κα Β. Θάνου την νομοθετική μεταρρύθμιση αυτή στην προσπάθειά της να παραμείνει στην προεδρία του Αρείου Πάγου για τρία ακόμη έτη. Όμως και ευτυχώς και προς λύπη και πικρία της και με το προσωπικό αίσθημά της προφανώς τραυματισμένο, ενδεχομένως δε και ταπεινωμένο, οι ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων αντέδρασαν, οπότε και το όνειρο της κας Β. Θάνου έμεινε απραγματοποίητο και όνειρο «απατηλό» προς ικανοποίηση και της επαγγελματικής αξιοπρεπείας των δικαστών και των εισαγγελέων, ενώ και περαιτέρω, αδίκως μεν, ως εγώ εκτιμώ, πλην κάποιοι εψέλλισαν χαμηλοφώνως το ερώτημα, μήπως δηλαδή η κα Β. Θάνου είναι εμμονική με την άσκηση της εξουσίας δικαστικής, ή άλλης, ή και εξουσιομανής; Άποψη βέβαια με την οποία εγώ δεν συμφωνώ και δεν συντάσσομαι και η οποία ευρίσκεται σε αντίφαση με την επιτυχή επαγγελματική πορεία και διαδρομή της κας Β. Θάνου.
Αλλά η κα Β. Θάνου δεν συναντήθηκε για πρώτη φορά με την εξουσία, όταν κατέκτησε την προεδρία του Αρείου Πάγου και αφού ως γνωστόν πιο πριν είχε κατακτήσει την προεδρία του συνδικαλιστικού οργάνου της ενώσεως δικαστών και εισαγγελέων. Έναν ρόλο μέσω του οποίου ανεδείχθησαν τα διοικητικά προσόντα και οι συνδικαλιστικές ικανότητές της.
Πέραν όμως αυτών κι αφού απέτυχε η κα Β. Θάνου στην νομοθέτηση της συνταξιοδοτήσεως των δικαστών και εισαγγελέων στα 70 χρόνια τους, είναι γνωστό, ότι η τελευταία ανερριχήθη, ή έστω κατέκτησε και το αξίωμα του υπηρεσιακού Πρωθυπουργού της χώρας καθ’ υπόδειξη και κατ’ επιλογή του απελθόντος Πρωθυπουργού, με ό,τι δύναται να σημαίνει και να σηματοδοτεί το γεγονός αυτό για την κριτική αξιολόγηση της εν γένει διαδρομής και πορείας της κας Β. Θάνου.
Πέραν όμως και αυτών, είναι επίσης γνωστό, ότι η κα Β. Θάνου επεδίωξε και επέτυχε την τοποθέτησή της ως επικεφαλής της νομικής υπηρεσίας του μέχρι πρό τινος πρωθυπουργού. Θέση για την οποία κάποιοι και πάλι ισχυρίστηκαν, βασίμως μάλλον, ότι συνέτρεχε θέμα ασυμβιβάστου, υπό την λογική, ότι δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται, ένας ανώτατος δικαστικός λειτουργός, ακόμη και εν συντάξει, να αποδέχεται θέσεις απασχολήσεως, οι οποίες έχουν χαρακτήρα αμέσως και ευθέως πολιτικό. Δεν επιτρέπεται δηλαδή η υψιπέτις δικαστική ουδετερότητα να υποκλίνεται και να υπηρετεί την όποια πολιτική εξουσία, διότι τότε υποβαθμίζεται και αυτοαναιρείται, ως μη ανήκουσα πλέον και ομιλώ για την δικαστική ουδετερότητα, στο σύνολο του ελληνικού λαού που κάθε δικαστής θα πρέπει να υπηρετεί, αλλά σε έναν πολιτικό σχηματισμό, ή κόμμα, που εκφράζει μέρος μόνο του ελληνικού λαού και για χρόνο ορατού εν πολλοίς τέλους.
Αλλά η πορεία και η διαδρομή της κας Β. Θάνου δεν σταματά στις πιο πάνω αναφερθείσες ιδιότητες και εξουσίες. Και δεν σταματά, γιατί, ως εκ των πραγμάτων προκύπτει, πέραν από την συναισθηματική σχέση της με την εν γένει εξουσία, σχέση που μάλλον παραπέμπει σε ανθρωπίνως κατανοητή εξάρτηση, η κα Β. Θάνου έχει και μια ακόμη σχέση εξάρτησης, που στην περίπτωση αυτή είναι πολιτικού χαρακτήρος και περιεχομένου και που κυριαρχείται από το ανθρωπίνως και πάλι κατανοητό αίσθημα πολιτικής συμπαθείας προς τον απελθόντα πρωθυπουργό, τον οποίο επιθυμεί να υπηρετήσει πολιτικά, κάτι που ασφαλώς δεν είναι γεγονός προς επίκριση.
Καταλαμβάνει λοιπόν η κα Β. Θάνου, η πολιτικά υποστηριζόμενη από τον απελθόντα πρωθυπουργό και την προεδρία της Επιτροπής Ανταγωνισμού, από την οποία όμως αποβάλλεται εσχάτως και μάλλον ατάκτως, αφού η πολιτική βούληση της προελθούσης από τις εκλογές της 07.07.19 κυβερνήσεως δεν συνεπορεύετο με την προεδρία της κας Β. Θάνου στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, ενώ και εξ άλλης απόψεως εκρίθη και ορθώς, ότι η κα Β. Θάνου δεν θα μπορούσε να αποδείξει την αντικειμενικότητά της στον ρόλο του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ως προελθούσα και ως πολιτική επιλογή του απελθόντος πρωθυπουργού, οπότε και υπό τα δεδομένα αυτά, εγώ σκέπτομαι, ότι ο δημόσιος κύκλος και ρόλος της κας Β. Θάνου μάλλον έχει τελειώσει. Όμως οι σκέψεις αυτές, που πιο πάνω παρέθεσα, δεν αφορούν την προσωπική διάσταση και οπτική που εγώ θέλω εδώ και τώρα να αποδώσω και να αναδείξω, οπότε και συνεχίζω.
Στην Χαλκίδα λοιπόν υπήρχε και προφανώς εξακολουθεί να υπάρχει μια κυρία, η οποία συνετάραξε και εξακολουθεί να συνταράσσει ολόκληρη την Χαλκίδα με τις απείρου αριθμού, αστικού και ποινικού χαρακτήρος, αντιδικίες τις οποίες η ίδια αβασίμως και άνευ λόγου επροκαλούσε. Και εξηγώ, ότι η κυρία αυτή είχε υποβάλει και είχε καταθέσει (78) μηνύσεις στην Εισαγγελία της Χαλκίδος, συγχρόνως δε είχε καταθέσει αγωγές μικροτέρου πάντως αριθμού σε σχέση με τις μηνύσεις. Και μεταξύ των μηνυθέντων ήταν όλη η δικαστική και εισαγγελική φρουρά του Πρωτοδικείου και του Εφετείου της Χαλκίδος, συνολικού αριθμού 25 περίπου. Όπως επίσης μεταξύ των μηνυθέντων ήταν και 15 περίπου δικαστές και εισαγγελείς του Πρωτοδικείου Θηβών. Όπως επίσης μεταξύ των μηνυθέντων ήταν και τα τρία αδέλφια της. Αλλά θα παραμείνω στον πυρήνα των γεγονότων, στις (78) δηλαδή μηνύσεις, θέλοντας να απαντήσω στο ερώτημα, τί σημαίνουν οι (78) μηνύσεις για μια επαρχιακή εισαγγελία, όπως αυτή της Χαλκίδος, με λιγότερους εισαγγελείς και υπαλλήλους, σε αντίθεση με την εισαγγελία Αθηνών.
Σημαίνουν λοιπόν οι (78) μηνύσεις που δεν είναι μόνο (78), αφού στον αριθμό αυτόν θα πρέπει να προστεθούν και οι μηνύσεις των άλλων μηνυτών, των εκτός της κυρίας των (78) μηνύσεων. Όπως επίσης θα πρέπει να προστεθούν οι αντιμηνύσεις των μηνυθέντων για ψευδή καταμήνυσή τους. Σημαίνουν λοιπόν οι (78) μηνύσεις πλήρη συμφόρηση του συστήματος, πλήρη συμφόρηση της εισαγγελίας, η μία διάσταση, διότι έπεται και η δεύτερη.
(78) μηνύσεις για να υποβληθούν, με δαπάνη παραβόλων, ενσήμων και αμοιβών των δικηγόρων κλπ., απαιτούν μια δαπάνη, που, κατά έναν κατά προσέγγιση υπολογισμό, είναι μια δαπάνη της τάξεως (78 Χ 500 =) των 39.000 ευρώ, για να γεννάται αμέσως και ευλόγως το ερώτημα, ποιοί άραγε είναι οι χρηματοδότες των 39.000 ευρώ, ή από πού, από ποιά οικονομική πηγή αντλεί η κυρία των (78) μηνύσεων τα 39.000 ευρώ, εν όψει και του γεγονότος, ότι ουδέν επάγγελμα ασκεί; Αλλά και μια επιπλέον επισήμανση. Ότι οι 39.000 ευρώ αφορούν την δαπάνη μέχρι την κατάθεση των μηνύσεων κι όχι την προκαταρκτική, ή ανακριτική διαδικασία κι ούτε και την δαπάνη των επ’ ακροατηρίω παραστάσεων, για να επανέρχεται οξύτερο και πιο πιεστικό το ερώτημα: ‒ Από ποιές οικονομικές πηγές χρηματοδοτούνται οι δαπάνες αυτές κάποιων δεκάδων χιλιάδων ευρώ; Ή μήπως πίσω από την κυρία των (78) μηνύσεων υπάρχουν μη ορατοί χρηματοδότες και τέτοιοι μη ορατών επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων, καθώς και πολέμιοι της εννόμου τάξεως και της ιεράς υποθέσεως της Δικαιοσύνης και που στρέφονται, ίσως εκ πλαγίου, πλην σταθερώς εναντίον της τελευταίας;
Θέμα λοιπόν μείζον η συμφόρηση της εισαγγελίας Χαλκίδος, με την ευδοκίμηση των μηνύσεων, ή των αντιμηνύσεων για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία κλπ. κι αργότερα συμφόρηση των ακροατηρίων των δικαστηρίων κι όλα αυτά με μια επιπλέον, ηθικού και συναισθηματικού περιεχομένου, παράμετρο. Να πρέπει να δικάσουν τις μηνύσεις αυτές άξιοι δικαστές, να ανεβαίνουν επάνω στην έδρα, για να δικάσουν αυτοί που έχουν όμως οι ίδιοι μηνυθεί από την κυρία των (78) μηνύσεων. Ή να πρέπει οι δικαστές αυτοί να δικάσουν, σε αστικό επίπεδο, τις αγωγές της εν λόγω κυρίας. Και έζησα ο ίδιος τέτοιες σκηνές στα ακροατήρια των δικαστηρίων της Χαλκίδος και των Θηβών. Να απευθύνεται η συζητούμενη κυρία στην πρόεδρο ποινικού δικαστηρίου των Θηβών δια των ακολούθων: ‒ «Θέλω αναβολή». Και το αβάσιμο αίτημά της και ορθώς, να απορρίπτεται από την πρόεδρο, οπότε να ζητά διακοπή της δίκης, για να πάει στην εισαγγελία και να υποβάλει μήνυση εναντίον της προέδρου και της εισαγγελέως. «Να μην δικάσεις την υπόθεσή μου, αλλά να με περιμένεις να πάω πρώτα στην εισαγγελία για να μηνύσω εσένα και την εισαγγελέα», υποθέτω δε για παράβαση καθήκοντος, επειδή δεν της είχε ικανοποιήσει η πρόεδρος το αίτημά της για αναβολή της δίκης. Αλλά η τραγικώτερη παράμετρος, δεν γνωρίζω, αν είναι αυτή που εκφράζεται με την αγοραία γλώσσα της Χαλκιδαίας κυρίας, ή είναι η απόφαση της κας προέδρου, η οποία, μετά ταύτα, εδίκασε την μήνυση της τελευταίας και κατεδίκασε τον αθώο κατηγορούμενο σε φυλάκιση (18) μηνών, στην σαφή πρόθεσή της να ικανοποιήσει την απειλούσα κυρία και μηνύτρια, καθώς και να αποφύγει μία μήνυση εναντίον της από την κυρία των (78) μηνύσεων. Και βέβαια διερωτώμαι εγώ, για το πόσο, στην καταδικαστική απόφαση της απειληθείσης με μήνυση δικαστού, επέδρασαν οι απειλές της Χαλκιδαίας κυρίας, ενώ και περαιτέρω, οφείλω να αναφέρω, ότι ο καταδικασθείς αθωώθηκε στο Εφετείο μετά από έφεση που άσκησε εναντίον της καταδικαστικής αποφάσεως ο άξιος, ο αξιοπρεπής και ο ευαίσθητος εισαγγελέας Εφετών.
Εν όψει αυτής της πραγματικότητος που διεμορφώθη στα δικαστήρια της Χαλκίδος και των Θηβών απηύθυνα την από 27.07.15 καταγγελτικού περιεχομένου αναφορά μου στην κα Β. Θάνου υπό την τότε ιδιότητά της ως Προέδρου του Αρείου Πάγου, σε συνδυασμό με την από 09.11.15 αναφορά μου. Και σημειώνω προς ενίσχυση της αξιοπιστίας μου, ότι η εν λόγω αναφορά κατετέθη με αριθμό πρωτ. 1530/18.08.15. Και μέσω της αναφοράς μου αυτής εζήτησα την παρέμβαση της κας Β. Θάνου. Να ασκήσει δηλαδή τα εκ του νόμου καθήκοντά της, προς αποκατάσταση του κύρους και της ευρύθμου λειτουργίας της Δικαιοσύνης στην Χαλκίδα, στην Θήβα κλπ., καθώς και προς αποκατάσταση του κύρους των ταπεινουμένων και υβριζομένων από την Χαλκιδαία κυρία δικαστών. Και βεβαίως επερίμενα μια έγγραφη απάντηση από την κα Β. Θάνου επί της εγγράφου δικής μου καταγγελίας, αν όχι και μια εύφημο μνεία μετά πολλών ευχαριστιών υπό το δεδομένο, ότι η δική μου παρέμβαση ήταν κατ’ ουσία μια προσφορά προς την σπουδαία υπόθεση της Δικαιοσύνης. Όμως η κα Β. Θάνου όχι μόνο δεν μου απήντησε, αλλά ηρκέσθη στην προφορική μέσω της γραμματέως της απάντηση: «Να πείτε στον κ. Γιαμαλάκη, ότι οι δικαστές της Χαλκίδος γνωρίζουν τους νόμους και συνεπώς γνωρίζουν τί πρέπει να πράξουν». Αντί δηλαδή η κα Β. Θάνου, προκαλούμενη μέσα από την αναφορά μου και μάλιστα εν όψει αυτής της δικαστηριακής αταξίας και τραγωδίας των (78) και όχι μόνον μηνύσεων, αντί να συνταραχθεί και ως αρχαία τραγωδός να υψώσει τα χέρια της στον ουρανό και να καταγγείλει τον παρανομούντα Κρέοντα, αντί συνεγειρομένη να προκαλέσει δικαστηριακό σεισμό και να συγκαλέσει εκτάκτως συμβούλιο όλων των θεών του Ολύμπου, προκειμένου να τους ανακοινώσει το δικαστηριακό κακούργημα το πραγματούμενο στην εισαγγελία Χαλκίδος, καθώς και να ζητήσει απόφαση των θεών για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προς αναχαίτιση του κακουργήματος, επροτίμησε η κα Β. Θάνου, αυτοαναιρούμενη ως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, να με παραπέμψει στην γραμματέα της.
Αυτή λοιπόν είναι η κα Β. Θάνου μέσα από μια προσωπική οπτική και διάσταση. Η κα Β. Θάνου που η ζωή και η μοίρα της την ετίμησε με τις ιδιότητες του δικαστού, του προέδρου του Αρείου Πάγου, του Πρωθυπουργού και του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με ό,τι δύνανται να σημαίνουν αυτά, μαζί με την απέναντί μου συμπεριφορά της, για την κρίση ενός εκάστου.
*Ο Μιχάλης Γιαμαλάκης είναι Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο