Η αγκινάρα
Ήταν απομεσήμερο, όταν ένας φαφλατάς καιρός μας χάρισε μια δυνατή απριλιάτικη μπόρα. Ήταν το άλλοθί μου, για μια μίνι απογείωση στους αιθέρες. Κάθε φορά που αισθάνομαι να «πνίγομαι» κοιτάζω προς τα πάνω. Αν είχα τη χάρη των πουλιών θα πετούσα στα ύψη, εκεί που αισθάνεσαι την άπλα του επουράνιου. Ύστερα, από ψηλά, οι μικρότητές μας σμικρύνονται όπως οι κόκκοι της άμμου. Να γιατί, ο αετός και το γεράκι έχουν αυτό το… κόρδωμα της υπεροχής!
Όμως, όποιος χρειάζεται φτερά για να πετάξει, έχει «κοντό» ταξίδι κι ο Ίκαρος που το επιχείρησε έγινε πέλαγος…
Το «πέταγμα» είναι κυρίως υπόθεση της ψυχής. Αυτή είναι που, ώρες φορές, γίνεται ανεμοστρόβιλος και σ’ αρπάζει, όπως την άμμο ο Σιμούν και σε κάνει… θίνα.
Ένας τέτοιος ανεμοστρόβιλος με την κωδική ονομασία «χοχλιός», με ξεσούβιασε και να ‘μαι στην κορφή της Κούπας! Τα οστρακοειδή ξηράς λοιπόν, ήταν το κίνητρο της απογείωσής μου. Κοχλίες, τους ονόμασε ο Όμηρος, χοχλιούς τους λέμε οι Κρήτες. Στην απάνω Ελλάδα τα λένε σαλιγκάρια…
Όσοι δεν έχετε απολαύσει το ανάγλυφο της Κούπας, πάνω από την Κάτω Βιάννο, ανήκετε στην ευπαθή ομάδα των φτωχών. Η φύση, υπερτερούσα καταφανώς ημών, των τελειοτέρων (υποτίθεται) όντων, έχει φορέσει το ανοιξιάτικο ντεκολτέ της, συνεπέστατη με το ενιαύσιο στόλισμά της. Είναι μια αρχέγονη τελετουργία, με τη θεά Δήμητρα σε πρώτο ρόλο, να στέλνει δισεκατομμύρια εθελόντριες παραδουλεύτρες να βοηθούν στο στόλισμα. Έχει μια εξαίσια γοητεία η «πτήση», όσο βέβαια και τις δυσκολίες της. Ωστόσο, η άνοιξη είναι παρούσα σε κάθε σου βήμα, με μεθυστικές ευωδιές, με τρισεκατομμύρια άνθη, στήμονες ανθήρες και ύπερους σε μια ατέρμονη αναπαραγωγική διαδικασία. Μια αειφόρος πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων, σε μεθούν τόσο που έχεις την ψευδαίσθηση ότι η στιγμή με την αιωνιότητα είναι ακριβώς το ίδιο. Δισεκατομμύρια έντομα – εθελοντές στην υπηρεσία της Θεάς της γονιμότητας σ’ ένα γοητευτικό, ζωτικό πάρε-δώσε, με την ταξιδιάρα και δουλευταρού μέλισσα σε ρόλο πρωθιέρειας, να έχει καθοριστική ευθύνη σ’ αυτή τη θαυματουργό γέννηση-άνοιξη.
Θα ήταν προκλητικό ν’ απουσιάζει από μια τέτοια ομορφιά η Ανάσταση, είτε ως συμβολισμός είτε ως πραγματικό γεγονός. Ανάσταση το χειμώνα δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ!
Πέρασα το εξαίσιο πέτρινο γεφύρι στη Σφακούρα, άλλοτε μέρος του κεντρικού δρόμου, του οποίου την αρχιτεκτονική και την ιστορική σπουδαιότητα, ουδείς εκ των ταγών του τόπου «είδε», με αποτέλεσμα, όπως τόσα άλλα, να είναι παραδομένο στην εγκατάλειψη. Αναρριχήθηκα ως την αποπάνω, εξ’ ίσου πανέμορφη γέφυρα στου Λαρδιά, ονομασία παράγωγο της πλούσιας ελαιοπεριεκτικότητας της ελιάς, που «χύνει» το λάδι σαν το λαρδί!
Ανεβαίνω πιο πάνω στη «Μπαμπακιά», μια γόνιμη και ισόπεδη περιοχή και να, ένας ωραίος χοχλιός που βγήκε για αναζήτηση τροφής, χωρίς καμιά προφύλαξη, αγνοώντας παντελώς τους κινδύνους και κυρίως αγνοώντας ότι κυκλοφορούν και… άνθρωποι μετά συγχωρήσεως...
Ωστόσο, το ενδιαφέρον μου κερδίζει μια επιβλητική αγκινάρα που βιάστηκε να φτιάξει τον καρπό της. Μια ωραία, πανύψηλη αγκιναροκεφαλή, επιχειρεί να δοκιμάσει τις αντοχές μου.
Η απόφαση λήφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Το δέλεαρ της κομμένης λεμονάτης αγκινάρας, η ρακή και η παρέα, ακονίζουν τις αμαρτωλές μου προθέσεις.
Όμως, μια άλλη-εσώτερη φωνή, με καλεί επιτακτικά να απέχω. Χωρίς να το καταλάβω βρίσκομαι (ξανά) στη δίνη του αιώνιου καβγά, ανάμεσα στο καλό και το κακό, στη δύναμη του φωτός και στη αντίπαλή της, εκείνη του σκότους. Χτυπιούνται αλύπητα. «Θα την κόψεις την αγκινάρα», διατάζει ο Εωσφόρος και τα δόντια του τρίζουν από θυμό. «Όχι, δεν είναι δική σου, θα είναι λάθος σου να την κόψεις», αντιτείνει με ηρεμία το Καλό.
Την κοιτάζω και πράγματι έχει μια απίστευτη ομορφιά! Ψηλή, ευθυτενής, λυγερόκορμη με τα ωραία της αγκάθια να απειλούν κάθε εχθρό, με κοιτούσε με λαγνεία σαν στερημένο θηλυκό. Αν είχε στόμα να μου μιλήσει, θα μου έλεγε: «Κόψε με, πάρε με μαζί σου»! Το ίδιο με παρότρυνε το Κακό, που παραστεκόταν κάτω από μια γέρικη ελιά. Το Καλό από δίπλα, το αντίπαλο δέος με ικέτευε: «Φύγε, δεν είναι δική σου η αγκινάρα. Αύριο θα ‘ρθει αυτός που τη φύτεψε, που την καλλιέργησε, αυτός που τη βαγιοκλαδίζει και θα στεναχωρηθεί πολύ να διαπιστώσει την απουσία της». Ήταν πολύ συγκινητικό να ακούς αυτή τη φωνή να σε σπρώχνει προς τα «επάνω»…
«Φύγε, άπεχε από τη μικρότητα και το λάθος».
Επιστρατεύοντας τη δύναμή μου, έφυγα, συνεχίζοντας την ανάβασή μου. Γυρίζω για να ελέγξω τα «απέναντι» και τα «από κάτω». Στο βάθος, τα ωραία Λιβάδια της Άνω Βιάννου με ευδιάκριτη τη σοφή από τους Ενετούς χάραξη των χαντακιών, τα οποία, οι «άσοφοι» νεοβιαννίτες έχουν παρατήσει στο έλεος της λασπουριάς.
Στο βάθος δεξιά, το κατάλευκο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, τα «Αλωνάκια» και ο λόφος της Μερτιάς. Αριστερά, δεσπόζει κατάλευκος ο Γυψάς, με προφανέστατη την αιτία της ονομασίας του, ενώ ανατολικά, στο βάθος, ίσα που διακρίνεται η Αγιά Κερά χτισμένη στην τέρα ρόζα, καθώς η αχλύς της αντάρας γκριζάρει την εικόνα.
Βρίσκομαι αρκετές εκατοντάδες πόδια ψηλότερα της Τροχάλας και ήδη διακρίνω στο βάθος αριστερά ένα μέρος της Άνω Βιάννου, με την Πλάκα ξαπλωμένη, έχοντας προσκέφαλό της τη Μέλισσα. Βαδίζω σ’ ένα όμορφο μικρό ρυάκι, ένα «σύριακο», όπως το ονόμαζαν οι παλιοί. Εκεί στις άκριες του, όλο και βρίσκω τα υπερμεγέθη, «ψαρά» οστρακοειδή, να βόσκουν άλλοτε πάνω στις αστιβίδες και στα προσανάμματα των προγόνων μας, που τα σουβλερά τους αγκάθια έμοιαζαν του αχινού και γι’ αυτό τα ονόμασαν αχινοπόδια. Αφρατί, ονομάζουν οι Κατωβιαννίτες τον τόπο. Ξαφνικά, μια απίστευτη χλαπαταγή παγώνει το αίμα μου. Ήταν μια πέρδικα που ασφαλώς πύρωνε τα αυγά της κι έφυγε τρομαγμένη κι εκείνη από την αγριαχλαδιά, όπου είχε τη φωλιά της. Στο μυαλό μου, όμως, έχει σφηνωθεί η αγκινάρα. Φαντάζομαι να ξεχναριάζω ένα ένα τα ωραία της φύλλα και να τρώγω το πεντανόστιμο «μεδούλι» που βρίσκεται στο κάτω τους μέρος. Κι ύστερα θα της έβγαζα τα «γένια» και θα τη σκέλιζα βάζοντάς της μπόλικο λεμόνι.
Φυσικά θα πίναμε τις ρακές με τους φίλους. Όλα αυτά με βασάνιζαν ενώ μάζευα τους χοχλιούς. «Θέλω ν’ αγιάσω, αλλά ο σατανάς δεν μ’ αφήνει», λέει σοφά η παροιμία, η οποία λες και βγήκε για ελόγου μου.
Έστριψα προς ανατολάς και βγήκα στα
«Τραοπιάσματα». Έτσι λένε την περιοχή, που προφανώς έχει σχέση με τους τράγους. Ένας αδιόρατος πολλαπλασιασμός τρισεκατομμυρίων μαργαριτών εκτείνεται στις καλλίγραμμες πεζούλες, στις οποίες, σ’ αλλοτινά σεφέρια τέτοια εποχή, προφανώς, θα κυμάτιζε το στάρι και το κριθάρι. Πάλι καλά που κυματίζουν μαργαρίτες γιατί αλλού έχουν γίνει… αστιβιδόκηποι…
Έχει πια αρχίσει να βραδιάζει. Ο ήλιος ακούμπησε πάνω στις Αχεντριανές κορφές και με αποχαιρέτισε αποκαμωμένος…
Η φεύγα του, σ’ όσους είμαστε οπαδοί του Απόλλωνα φέρνει μελαγχολία. Μετά από λίγο βλέπω τα πρώτα φώτα κάτω στη… γη, ενώ ο «Χάρακας», ένα «βασιλικό» χαράκι που βρίσκεται στις κλιτείς της Κούπας, δεσπόζει εμφανέστατα σε σχέση με τα υπόλοιπα «γαλανά» χαράκια που μοιάζουν σαν φωσφορίζοντα σημάδια. Η αγκινάρα, ξανά στο προσκήνιο. Μου τη θυμίζει η γνωστή χοντριγιανή περιοχή, όπου διακρίνονται 5 - 10 φώτα χοχλιδολόγων. Όσο σκέφτομαι ότι θα συναντηθώ ξανά μαζί της, με πιάνει πονοκέφαλος. Θέλει μαεστρία να διαχειριστείς την απόγνωσή σου. Ο Σατανάς κάθε άλλο παρά εύκολος αντίπαλος είναι. Υπάρχουν τόσα ενδιαφέροντα, αλλά το μυαλό «κόλλησε» σε μια κολοαγκινάρα! Μου ’ρχεται στο μυαλό τη γκάφα των Πρωτόπλαστων με το μήλο. Και καλά, αυτοί πέσανε στην παγίδα του «απαγορευμένου», αλλά εγώ, δεν είχα να αντιμετωπίσω τέτοιο δίλλημα. Η απαγόρευση ήταν εσώτερή μου υπόθεση κι όχι θέμα κανονισμών.
Η περιπλάνησή μου στους αιθέρες έφτανε στο τέλος της. Άλλωστε, δεν άντεχα άλλο τη μέθη του ύψους και των ευωδιών, αλλά δεν μπορούσα και να αγνοήσω μια τιτάνια σύγκρουση που με περίμενε. Η αγκινάρα μεταμορφωμένη σε Εμμονή, αποδείχτηκε δύσκολος αντίπαλος.
Καθώς άφηνα το βουνό, αισθανόμουν να γίνομαι βαρύτερος. Όμως το πλέον δυσβάσταχτο, ήταν το «βάρος» της συνάντησης με το βελονωτό λαχανικό. Ένας σοβαρός άνθρωπος θα είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο άλλες εκδοχές: ή την αφήνεις στο φυσικό της ιδιοκτήτη, αυτόν που την προσέχει και την καλλιεργεί ή της δίνεις το δικαίωμα να μεστώσει και να φτάσει στο αποκορύφωμα του οργασμού της. Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή θα ήταν ύβρις. Καθώς πλησίαζα στο βασίλειό της, αισθανόμουν μυριάδες φωνές να με παροτρύνουν: κόψε την, κόψε την!!!
Να τον, αυτός είναι ο αγκιναρόκηπος, ο οποίος μοιάζει περισσότερο με παλαίστρα…
Μια αρένα συνεχών προκλήσεων, εγκλήσεων και αντεγκλήσεων, ένας χώρος αφόρητης ψυχολογικής βίας. Είχα πάρει την απόφαση, σαν περνούσα από κοντά της, να κοιτάξω ανατολικά, έως ότου απομακρυνθώ από αυτό το νησί της
Κίρκης – Αγκινάρας. Όχι, δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια του σώματος, αλλά της ψυχής όμως; Γιατί εκεί ήταν το πρόβλημα. Επιστρατεύω την αυτοκυριαρχία μου, κλείνω ερμητικά τα αυτιά και τα μάτια των αδυναμιών μου και προχωρώ ακάθεκτος προς το δρόμο της λύτρωσης. Σφίγγω τα δόντια και μονολογώ: «Δεν θα με κερδίσεις εσύ Σατανά». Στο κάτω κάτω η επαναστατικότητα δεν μπορεί να αφορά μονάχα στις κυβερνητικές αμαρτίες, ούτε και μπορεί να «κοιμάται» στα κομματικά γραφεία…, αλλά πρωτίστως (και κυρίως) πρέπει να είναι τρόπος και στάση ζωής. «Όχι, δεν θα την κόψω» είπα, με θέληση αντιστασιακού. Γιατί, κι αυτό αντίσταση είναι. Να αντιστέκεσαι στο κακό και τ’ άδικο, στην κλεψιά και την ατιμία, στην ψευτιά και την αχαριστία, θέλει γερό κόζι.
Έριξα τη δέσμη του προβολέα για τελευταία φορά και εστίασα πάνω στο λυγερόκορμο ακανθώδες.
Μου φάνηκε λιγότερο ελκυστικό. Ναι, μέσα μου είχε νικήσει το Καλό.
Κατηφόρισα και σε ελάχιστα λεπτά διερχόμουν την πετρόκτιστη γέφυρα της Σφακούρας. Ένιωθα λυτρωμένος από το άλγος της αγκιναρολαγνείας μου…
Ένιωθα την υπεροχή του νικητή, του ανθρώπου που μπόρεσε να μαϊνάρει τα παράλογα «θέλω» του.
Ήμουν έτοιμος να σταθώ ενώπιος ενωπίοις και να απολογηθώ, είτε μπροστά στο Θείο, είτε στις πανανθρώπινες αρχές της Αριστεράς, χωρίς να περιμένω Δευτέρες Παρουσίες ή Συνέδρια. Η Δευτέρα Παρουσία είναι μπροστά σου κάθε στιγμή. Το ίδιο και ο καθρέπτης των σοσιαλιστικών ιδεωδών. Η Δευτέρα Παρουσία είσαι ΕΣΥ ο ίδιος, που πρέπει να βρεις τη δύναμη της αυτοκυριαρχίας, ώστε να στέλνεις στον όξω απ’ δω τους μεγάλους και τους μικρούς σατανάδες, είτε είναι τρυπωμένοι στην κεφαλή μιας αγκινάρας είτε στην άκρη της γλώσσας μας, μεταμορφωμένοι σε ψέμα.
Αν θέλεις ν’ αλαφρώσεις, να νιώσεις λυτρωμένος, στάσου με ευλάβεια απέναντι στον καθρέπτη της ψυχής σου και κοίταξε ίσια στα μάτια σου. Ομολόγησε τα λάθη σου και ζήτα συγγνώμη.
Να σκέφτεσαι ό,τι κι ο Ελύτης:
Πάντα, πάντα θα ’ναι αργά
Δεύτερη ζωή δεν έχει…
Απρίλης 2010