Ελαιόδεντρα που αντέχουν την ξηρασία
Η ξηρασία προκαλεί έμφραγμα στην παραγωγή λαδιού και εκφράζονται φόβοι ότι, τα επόμενα χρόνια δεν θα υπάρχει επάρκεια ελαιολάδου για να καλυφθούν οι ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς.
Οι παρατεταμένες ανομβρίες και η γενικότερη κλιματική αστάθεια έχουν προκαλέσει σοβαρότατους προβληματισμούς στον κόσμο της ελαιοκαλλιέργειας.
Άλλωστε, οι υψηλές τιμές του προϊόντος έχουν σαφέστατα σχέση με τα παραπάνω και σοβαροί αναλυτές πιστεύουν ότι για αρκετά χρόνια δεν θα υπάρχει επάρκεια ελαιολάδου στον πλανήτη μας.
Οι μελετητές των κλιματικών φαινομένων, εκφράζουν φόβους ότι, το σενάριο μιας μονιμοποίησης της ξηρασίας δεν είναι φανταστικό, και δυστυχώς, πρέπει να το λάβουμε σοβαρότατα υπόψη μας.
Βέβαια, στην Ελλάδα τα πάντα γίνονται κατόπιν εορτής και ελάχιστοι ασχολούνται με το τόσο σοβαρό αυτό ενδεχόμενο.
Αντίθετα με την Ελλάδα, σε κάποια βορειοαφρικανική χώρα, ήδη έχουν αντικαταστήσει τους ελαιώνες με ποικιλίες υψηλής ανθεκτικότητας στις μεγάλες ζέστες και τις παρατεταμένες ξηρασίες.
Ο λόγος για την Τυνησία, όπου οι ελαιοκαλλιεργητές αντικατέστησαν τα παλαιά ελαιόδεντρα με δύο νέες ενδημικές ποικιλίες και συγκεκριμένα τις ποικιλίες Chetoui και Chemlali
με μεγάλη ανθεκτικότητα σε συνθήκες ξηρασίας. Οι ελαιοκαλλιεργητές στην ολοένα και πιο ζεστή και ξηρότερη χώρα της βόρειας Αφρικής επαινούν την ανθεκτικότητά τους.
Έτσι, στη μεγαλύτερη χώρα παραγωγής ελαιολάδου της Αφρικής, παρά το δεύτερο συνεχόμενο έτος καύσωνα και ξηρασίας, η παραγωγή ανέκαμψε, φθάνοντας στους 220.000 τόνους, σύμφωνα με τον μέσο όρο της πενταετίας.
Οι ποικιλίες Chetoui και Chemlali εξελίσσονται συνεχώς και προσαρμόζονται με την πάροδο του χρόνου στις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες της περιοχής τους. Η ανοχή στην ξηρασία, καθοριστικός παράγοντας για την επιβίωση της καλλιέργειας, σημαίνει ότι αυτές οι δύο ποικιλίες μπορούν να επιβιώσουν σε συνθήκες μεγαλύτερης υδατικής καταπόνησης.
«Η ανθεκτικότητα αυτών των ποικιλιών στην κλιματική αλλαγή οφείλεται σε διάφορους παράγοντες», εξηγεί η Donia Sfar, διευθύντρια εξαγωγών της Fermes Ali Sfar.
Οι δύο αυτές ποικιλίες, είναι επίσης, εξαιρετικά ανθεκτικές σε κοινά παράσιτα και ασθένειες, οι οποίες ωστόσο είναι σπάνια εμφανιζόμενα λόγω του κλίματος της Τυνησίας. Εκτός από την αντοχή τους στην ξηρασία και τις ασθένειες, η Sfar είπε ότι οι Chetoui και Chemlali επιδεικνύουν αξιοσημείωτη φαινολογική ευελιξία.
«Η ικανότητα προσαρμογής του κύκλου ανάπτυξής τους ως απάντηση στις κλιματικές διακυμάνσεις είναι βασικό στοιχείο της ανθεκτικότητάς τους», είπε. Στην πραγματικότητα, οι Chetoui και Chemlali προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες ρυθμίζοντας τους χρόνους ανθοφορίας και καρποφορίας».
Παρ' όλα αυτά, η συνεχής παραγωγή έξτρα παρθένου ελαιολάδου υψηλής ποιότητας παραμένει μια πολύπλοκη και απαιτητική διαδικασία στην Τυνησία.
Η συντριπτική πλειοψηφία του τυνησιακού ελαιολάδου εξάγεται χύμα στην Ισπανία και την Ιταλία για να αναμιχθεί, να εμφιαλωθεί και να πωληθεί με ευρωπαϊκά σήματα
Η Fermes Ali Sfar, από την άλλη, είναι μέρος ενός αυξανόμενου συνόλου παραγωγών που έχουν οργανώσει τις δραστηριότητές τους ευνοώντας την ποιότητα ακόμη και σε βάρος της ποσότητας και για το λόγο αυτό κινούνται προς εξαγωγές συσκευασμένες με δική τους ετικέτα, δίνοντας μεγαλύτερη υπεραξία στο ελαιόλαδο της Τυνησίας και κατά συνέπεια στους ελαιοπαραγωγούς και τους ελαιουργούς.
Η Τυνησία έχει σχεδόν δύο εκατομμύρια εκτάρια ελαιώνες με περισσότερα από 100 εκατομμύρια δέντρα, με περίπου 1.600 ενεργά ελαιουργεία
Εκτός από τις δύο γηγενείς ποικιλίες ελιάς που είναι οι πιο συχνά καλλιεργούμενες, έχει σημειωθεί πρόσφατη αύξηση στις ευρωπαϊκές ποικιλίες, όπως η Arbequina, η Coratina και η δικιά μας, η Koroneiki.
Η Coratina ευδοκιμεί σε φυτείες υψηλής πυκνότητας, ενώ η Arbequina και η Korneiki μπορούν να καλλιεργηθούν σε πολύ υψηλή πυκνότητα, την οποία η κυβέρνηση και ορισμένοι παραγωγοί βλέπουν ως το μέλλον του κλάδου του ελαιολάδου της χώρας.
Σημείωση: Στη δημοσίευση παρατίθενται πληροφορίες, όπως και η φωτογραφία, τα οποία προέρχονται από την ιστοσελίδα «Αγροτών Ανάγνωσμα».