Βράκα εννιά πήχες


Κι ήρθε η κατοχή κι΄ εσκοτώσανε τσ΄ αθρώπους, εκάψανε όλο το χωριό μας και τον Οκτώβρη με δυναμίτες το ανατινάξανε, εκαήκανε τα σπίθια μας κι ήτανε μέσα τα ρούχα μας και τα προυκιά μας, εκαήκανε όλα.
Κι εξεσούφρωσε η γιαγιά μου η Κώσταινα τη βράκα τση, μπαμπακερή κάτασπρη, ήτανε εννιά πήχες στο μάκρος κι από κάτω απ΄τα βυζά ίσαμε στον αστράγαλο φάρδος. Κι έδωκε μας τσ΄έξε.
Επόμεινε η γιαγιά μας με τρείς πήχες βράκα.
Εράψαμε βρακάκια και ποκαμισάκια από τη βράκα τση που πόμεινε λειψή, ετσά θυμούμαι.
Έκανε τρία παιδιά, το Μανώλη, μαζί με τον άντρα τση στον ίδιο τάφο τσ’ έθαψε... τα κοπέλια ντως και τα εγγόνια τους ντάντεψε κι ταγγόνια τζη πάντρεψε κ΄ είδε και δισέγγονα πολλά.
Τσα Αγιάς Μαρίνας τη μέρα τα μάθεια τση έκλεισε με τρεις πήχες βράκα, κάτασπρη, μ’ όλα τση τα δόντια κι όλα τση τα 'γγόνια και τα δισέγγονα.
Διήγηση της μάνας μου για τη γιαγιά τη Κώσταινα