Άραβες και Βυζαντινοί στη Βιάννο
Τα νότια παράλια της Βιάννου ήδη από τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια παρουσιάζουν οικιστική και εμπορική δραστηριότητα. Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, λιμάνια (επίνεια πόλεων) όπως η Άρβη και η Ίνατος (σημ. Τσούτσουρος), αποτέλεσαν σταθμούς οικονομικής και πολιτισμικής άνθισης. Η αρχαία πόλη Βίεννος ή Βίεννα, βρισκόταν μάλλον στην ευρύτερη θέση της Βιάννου, ίσως κοντά στην Κάτω Βιάννο.
Στην περίοδο που μας ενδιαφέρει, (στα πρωτοβυζαντινά χρόνια), η Ίνατος αλλά και η Άρβη τεκμηριώνουν την χρήση λιμενικών έργων, οχυρώσεων (τουλάχιστον στον Τσούτσουρο), παλαιοχριστιανικές βασιλικές, λουτρά και εγκαταστάσεις χρήσης νερού (λουτρά, υδραγωγεία, δεξαμενές), γεγονός που αποκαλύπτει ένα αναπτυγμένο οικιστικό και οικονομικό σύνολο οικισμών στην περιοχή.
Ιδιαίτερη σημασία άρχισε να αποκτά η περιοχή στα δύσκολα χρόνια πριν από την αραβοκρατία. Γνωρίζουμε, ότι εκείνα τα χρόνια, (όψιμος 7ος και 8ος μ.Χ. αιώνες), είχαν πραγματοποιηθεί αρκετές απόπειρες κατάληψης ή τουλάχιστον ληστρικές επιδρομές εναντίον της Κρήτης. Οι μαρτυρίες προέρχονται από αραβικές πηγές[1] και από τον «όρο» που φυλάσσεται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης όπου σε επιγραφή (η Σωσώ Λογιάδου-Πλάτωνος την αποδίδει στο 671) αναφέρει αραβική επίθεση με την επωνυμία «διάβολος». [2]
Η πενιχρή (από την πλευρά των βυζαντινών) παρουσία γραπτών πηγών και η ισχνή παρουσία αραβικών μαρτυριών δεν έχει βοηθήσει στην αποσαφήνιση των πραγματικών γεγονότων της εγκατάστασης των αράβων η οποία οδήγησε στην οριστική κατάληψη της Κρήτης και στην ίδρυση του ιδιότυπου αραβικού εμιράτου μέχρι το 961 που το εκστρατευτικό σώμα των βυζαντινών με αρχηγό το Νικηφόρο Φωκά ανέκτησε την κυριαρχία του νησιού. Ωστόσο, η ιστορική έρευνα έχει διευκρινίσει (ήδη από τα χρόνια του Α΄ Κρητολογικού Συνεδρίου) κάποια βασικά ζητήματα, θέματα που καθορίζουν το πλαίσιο της ανακοίνωσής μας:
- Η κατάκτηση της Κρήτης ολοκληρώθηκε σταδιακά μέσα σε ένα ευρύ χρονικό διάστημα. Άρχισε τα έτη 822 ή 823, με την απόβαση του Abu Hafs, τα έτη 827 ή 828 γενικεύτηκε με την οριστική εγκατάσταση της συμπαγούς μάζας των Αράβων ενώ κατά τα έτη 944-959 ακόμα παρέμενε μια πόλη της Κρήτης ελεύθερη. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι πριν την οριστική αποβίβαση της συμπαγούς μάζας των εποικιστών Αράβων ο ίδιος ο αρχηγός τους -ο Απόχαψις των Βυζαντινών- «την Κρήτην λαώ ευζώνω επηρεάσας εξηχμαλώτισε και πολλήν λαφυραγωγίαν εισεποιήσατο και ακριβώς αναμεμαθηκώς τον χώρον επαλινόστησεν». [3] Αργότερα επανήλθε με τη μεγάλη μάζα των Αράβων. Είναι σαφές πως η χρονολογία της απόβασης στην Κρήτη μέχρι την οριστική της κατάκτηση δεν συμπίπτει.
- Η ομάδα των Αράβων που φτάνουν εκείνα τα χρόνια στην Κρήτη ήταν πρόσφυγες, εξόριστοι αρχικά από την Ανδαλουσία της Ισπανίας και μετέπειτα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αναζήτησαν, λοιπόν, ένα modus vivendi στο νησί της Κρήτης. Δεν ήταν οι ληστρικοί επιδρομείς του παρελθόντος[4] αλλά επιδίωκαν αρχικά μετά από συνεννοήσεις και διομολογήσεις με ντόπιους (πιθανόν αργότερα και δια της βίας) τη μόνιμη εγκατάστασή τους.
- Η Κρήτη βρισκόταν εκείνη την εποχή σε εσωτερικό αναβρασμό λόγω της εικονομαχικής πολιτικής της κεντρικής αυτοκρατορικής εξουσίας του Βυζαντίου. Οι Κρήτες, παραδοσιακά εικονόφιλοι είχαν πάρει μέρος στο επαναστατικό κίνημα του Θωμά του Σλάβου και έτσι εξηγείται η απροθυμία τους να αντισταθούν σθεναρά στον αραβικό ερχομό όπως αρκετά συχνά έκαναν στο παρελθόν σε περιπτώσεις ληστρικών επιδρομών κατά τον 8ο αι. Η απουσία του θεματικού στόλου είναι ένας επιπλέον παράγοντας για το ότι δεν υπήρξε άμυνα, όπως και ο μικρός σχετικά αριθμός των αποβιβασθέντων σε σχέση με τον πληθυσμό της Κρήτης τότε. Μαρτυρείται πως ο αριθμός των αποβιβασθέντων που έφτασαν τελικά στην Κρήτη υπό την αρχηγία του Abu Hafs Omar ήταν περίπου 10.000 άνδρες. Οι πηγές συμφωνούν ότι ο αριθμός των πλοίων που μετέφεραν τους Άραβες ήταν 40 (μ΄).
- Η Γόρτυνα και ο ναός του Αγίου Τίτου δεν καταστράφηκε κατά τον οριστικό ερχομό των Αράβων σύμφωνα με αρχαιολογικές μαρτυρίες, όπως και δεν μαρτυρούνται από τις πηγές εξισλαμισμοί του ντόπιου πληθυσμού.[5]
Έχοντας κατά νου τις παραπάνω διαπιστώσεις, ας δούμε τί μας παραδίδουν οι πηγές για τον τόπο απόβασης:
Αρχικά ο Γενέσιος παραδίδει τη μαρτυρία την οποία επαναλαμβάνει ο Συνεχιστής Θεοφάνους και σχολιάζει ο Ψευδοσυμεών εν Θεοφάνους Συνεχιστής.
Για το σημείο της απόβασης:
- «Τω δ’ επιόντι καιρώ μ΄ ναύς ο Απόχαψ επισκευασάμενος εν ταύτη κατήρε, και τω ακρωτηρίω ταύτης προσέβαλε και προσωρμίσθη τω Χάρακι». Γενέσιος, 46, 13-15
- «Και τω ακρωτηρίω τω Χάρακι καλουμένω κατήγετό τε και προσωρμίζετο». Θεοφάνους Συνεχιστής, 75, 5-6
- «τώ της Κρήτης ακρωτηρίω προσέβαλε και προσωρμίσθη τώ Χάρακι» Ψευδοσυμεών εν Θεοφ. Συνεχιστή, 622, 1-2
και για το σημείο στρατοπέδευσής τους:
- «πυκνοίς σκόλοψι χάρακα περιέθεντο προς οχυρότητα εαυτών διαρκείν εν αυτώ. Αφ’ ού και μέχρι της δεύρο Χάραξ προσονομάζεται». Γενέσιος, 47, 7-9
- «τάφρον μεν ήγειραν πρώτον βαθείαν, και χάρακα εν ταύτη καταπήξαντες, ένθα και νυν λαβών την επωνυμίαν ο τόπος σώζει την προσηγορίαν, Χάνδαξ ονομαζόμενος». Θεοφάνους Συνεχιστής, 76, 3-5
- «και χάρακα περιέθεντο προς οχυρώματα αφ’ ού ο τόπος Χάραξ μέχρι της δεύρο προσονομάζεται» Ψευδοσυμεών εν Θεοφ. Συνεχιστή, 622, 11-13
Είναι σαφές ότι η μαρτυρία μιλά για ακρωτήριο Χάρακα που πήρε το όνομα αυτό από το παραπλήσιο στρατόπεδο που στήθηκε για να στεγάσει την ομάδα των αποβιβασθέντων Αράβων. Όσο για το όνομα Χάραξ διαβάζομε στο Λεξικό του Αμμώνιου: χάραξ και χάραξ διαφέρει. χάραξ θηλυκώς μεν επί των τη αμπέλω παραδεσμουμένων. αρσενικώς δε επί των εν τοις πολέμοις περιπηγνυμένων, αφ’ ών λέγουσι «χαρακώσαντες» αντί του περιφράξαντες και «χαρακώματα» τα περιφράγματα.
και στο Λεξικό των Liddell & Scott διαβάζουμε στο λήμμα χάραξ μεταξύ άλλων: «-χαράκωμα, [...] στρατόπεδον ωχυρωμένον, στον Πολύβιο “χάρακα τίθεσθαι” σχηματίζειν ωχυρωμένον στρατόπεδον».
Το γεγονός ότι σήμερα δεν σώζεται κανένα ακρωτήριο της Κρήτης με το όνομα Χάρακας οδήγησε στη διατύπωση διαφορετικών απόψεων για την τοποθεσία απόβασης. Ο Άγγλος ιστορικός Gibbon ήδη από το 1778 χωρίς καμμία άλλη τεκμηρίωση ονομάζει σαν χώρο της απόβασης τον κόλπο της Σούδας. Υπόθεση που ο Παναγιωτάκης στην ανακοίνωσή του[6] (με την αντίρρηση και του Βασ. Ψιλάκη) απορρίπτει ως αβάσιμη. Η παρεξήγηση οφείλεται (όπως αναλυτικά ξεκαθαρίζει ο Παναγιωτάκης), στην λανθασμένη αναγωγή του Gibbon σε απόσπασμα του Pierre Belon du Mans που επισκέφθηκε την Κρήτη στα 1548 και αναφέρεται στους Αλγερίνους πειρατές του Μπαρμπαρόσσα που αποβιβάστηκαν στον κόλπο της Σούδας.[7] Ο G. Finlay, A. Vassiliev και ο J.B. Bury επαναλαμβάνουν την πληροφορία από τον Gibbon. Στην ίδια περικοπή, όπως και στα βυζαντινά κείμενα βρίσκομε και τη θρυλούμενη πληροφορία περί της καύσης των πλοίων, ώστε να μη μπορούν πια να επιστρέψουν στην Αίγυπτο.
Ο Γ.Α. Σήφακας αρχικά στα 1939, θεωρώντας δεδομένο ότι η απόβαση έγινε στα νότια παράλια της Κρήτης αναφέρει: «το ακρωτήριον τούτο του Χάρακα, προς ό επλησίαζεν ο Ομάρ είναι το Λίθινο, εκείθεν του οποίου απλούται ο ανοικτός κόλπος των Ματάλλων, ένθα το επίνειον της τότε πρωτευούσης Γόρτυνος, και εις το εσωτερικόν του οποίου είναι το χωριό Χάρακας».[8] Ο Παναγιωτάκης αποδέχεται την υπόθεση του Σήφακα και συμπερασματικά κλείνει την εισήγησή του θεωρώντας οριστικά το ακρωτήριο Χάραξ των βυζαντινών ως το ακρωτήριο Λίθινο. Διαφωνεί όμως ως προς το χωριό Χάρακας ονομασία που αποδίδει στην κρητική διάλεκτο που -ως γνωστόν- ονομάζει Χάρακα τον υπερμεγέθη βράχο (και όπως γνωρίζουμε στον Χάρακα ένας τέτοιος βράχος στέκει πάνωθέ του).
Μια άλλη πρόταση για τον χώρο απόβασης παραδίδει ο Βασ. Ψιλάκης για τον όρμο της Ψαρής Φοράδας αν και διατυπώνει ήδη την επιφύλαξή του ότι αυτή η παράδοση δημιουργήθηκε μεταγενέστερα.[9]
Οι αραβικές πηγές που με προσοχή συνέλεξε ο Ν. Σταυρινίδης παραδίδουν και άλλα χρήσιμα στοιχεία για την ιστορική τοπογραφία που συνδέεται με την απόβαση και τις κινήσεις των αράβων του Abu Hafs. Πρόκειται για εκτενή εξιστόρηση από τον Sehabeddin Nuvayri, μείζονα άραβα ιστορικό του 13ου αι. Στο βιβλίο του αφού αναλυτικά παρουσιάζει την περιπέτεια των ανδαλουσιανών αράβων μετά την αποπομπή τους από την Ισπανία, αναφέρει σχετικά με την τελική απόβαση στην Κρήτη:
«Αμέσως μετά την απόβαση οι άραβες με αρχηγό τον Abu Hafiz Omar ibn Habib Endelusi ελθόντες στην Κρήτη με δύναμη στρατού κατέλαβαν από τα οχυρωμένα φρούρια το φρούριο με την ονομασία «Πόλις»[10] την οποία και έκαναν έδρα της διοίκησής τους από όπου και βαθμηδόν κατέλαβαν όλο το νησί σταδιακά και κατεδάφισαν όλα τα άλλα φρούρια που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι ως καταφύγια». Ερμηνεύοντας ο Σταυρινίδης τις πληροφορίες, πιθανολογεί κι αυτός ως σημείο απόβασης α. την παραλία των Ματάλλων, επειδή ήταν επίνειο της πρωτεύουσας Γόρτυνας ή β. το λιμάνι της σημ. Αγίας Γαλήνης από όπου μάλλον επιτέθηκαν στην γειτονική πρωτεύουσα Γόρτυνα (που κατά τη γνώμη του παραφράζεται με το όνομα «Πόλις»). Με ορμητήριο την οχυρή ακρόπολη της Γόρτυνας -συνεχίζει ο Σταυρινίδης- μετακινήθηκαν στα βόρεια παράλια κι έκτισαν το οχυρό του Χάνδακα στη θέση του σημ. Ηράκλειου.
Έχοντας σχηματίσει πλήρη εικόνα της κυρίαρχης μέχρι σήμερα ιστορικής άποψης μπορούμε να καταλάβουμε ότι βασική αιτία της προσπάθειας ερμηνείας αποτελεί η έλλειψη του τοπωνύμιου Χάρακας σε ακρωτήριο της Κρήτης. Η ιστορική υπόθεση -η οποία και επικράτησε έκτοτε- πως το ακρωτήριο Χάραξ ήταν το ακρωτήριο Λίθινο στα νότια του κόλπου της Μεσαράς άρα και η αποβίβαση έγινε κάπου στον ευρύτερο χώρο του κόλπου της Μεσαράς, Μάταλλα, Αγία Γαλήνη ή κάπου έστω σε αυτήν την εκτεταμένη ακτή.
Ερχόμαστε εμείς σήμερα[11] με νέα στοιχεία να ελέγξουμε τη διατυπωμένη αυτή άποψη για την πιθανή τοποθεσία της απόβασης του μεγάλου όγκου των αράβων της Ανδαλουσίας με τα σαράντα πλοία τους ορμώμενοι από την Αλεξάνδρεια.
Τα βασικά σημεία που μας επιτρέπουν να επανεξετάσουμε τη διατυπωμένη υπόθεση παρουσιάζονται εδώ:
- Είναι αλήθεια ότι δεν έχει διασωθεί το τοπωνύμιο Χάρακας σε ακρωτήριο; Πράγματι, στην προφορική μνήμη των Κρητών δεν παραμένει κάποια τέτοια αναφορά ή έστω μνεία. Η Αταλάντη Μιχελογιαννάκη-Καραβελάκη στο βιβλίο της Τοπωνύμια Κρήτης, Σεργιάνι στη Βιάννο,[12] δεν βρίσκει τοπωνύμιο με το όνομα Χάρακας στην ευρύτερη περιοχή της Βιάννου. Όμως, η προσεκτική εξέταση χαρτών της ενετοκρατίας μάς αποκαλύπτει -όχι χωρίς έκπληξη- ότι ακριβώς στα νότια παράλια εικονίζεται ευδιάκριτα η ονομασία Χάρακας και αφορά ακρωτήριο. Συγκεκριμένα:
1. χάρτης του Giovanni Battista Cavallini, Λιβόρνο 1642, συλλ. ΜΙΕΤ , Zach. 736, όπου διαβάζουμε CARACAS.
2. χάρτης του Francesco Basilicata, Μπολώνια 1636-38, Bibl. Communale, mss A 2849, όπου διαβάζουμε CHARACA, (απεικονίζει και βράχια μπροστά στο σημείο Χάρακας), (βλ. φωτ. 1 χάρτης του Fr. Basilicata).
3. χάρτης του Marco Boschini, Βενετία 1651, συλλ. ΜΙΕΤ , Zach. 394, όπου διαβάζουμε CARACA.
4. χάρτης του Olfert Dapper, Άμστερνταμ 1688, συλλ. ΜΙΕΤ , Zach. 900, όπου διαβάζουμε Caracas.
Αξιολογώντας τις πληροφορίες των χαρτών διαπιστώνουμε ότι σε όλες τις περιπτώσεις η θέση Χάρακας (Characas του Basilicata) βρίσκεται στα νότια παράλια της Βιάννου ανάμεσα στη Δέρματο, εκβολές Αναποδάρη δυτικά και ανατολικά Καστρί του Κερατόκαμπου. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν υπάρχει σύγχυση με το Καστρί ή άλλο οχυρό, όπως το Κέρατο για παράδειγμα. Οι χάρτες αυτοί με ακρίβεια καταγράφουν τα παράλια της Κρήτης, ώστε να επέχουν χρησιμότητα ναυσιπλοΐας και γνώσης των ευλιμένων ακτών του νησιού. Σημειώστε πως μόνο στην περίπτωση του Boschini έχουμε αντιγραφή από τον χάρτη του Basilicata. Οι υπόλοιποι είναι αυτόνομα δημιουργήματα. Για ποια θέση ακριβώς πρόκειται; Αντιστοιχίζοντας το σημείο στο σημερινό χάρτη της Κρήτης βρίσκουμε αυτήν την θέση... (βλ. φωτ. 2, δορυφορική φωτογραφία από το Google Earth).
- Στα 2003 η αρχαιολόγος Πόπη Γκαλανάκη απευθύνθηκε στον αραβολόγο Βασίλη Χρηστίδη για να μεταφράσει μια επιγραφή που βρέθηκε χαραγμένη πάνω σε μαρμάρινη επιγραφή στη θέση όπου εντοπίστηκε παλαιοχριστιανική βασιλική στην κοιλάδα του ποταμού που εκβάλλει στην παραλία του Τσούτσουρου, μόλις 500 μ. από την ακτή. Πρόκειται για ανασκαφικό εύρημα της ΚΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων που αναγνωρίστηκε ως τμήμα ευρύτερου κτίσματος παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Το μαρμάρινο κατασκεύασμα χαρακτηρίστηκε ως «άμβωνας» της εκκλησίας. Πάνω του σε τρεις πλευρές του όρθιου παραλληλεπίπεδου βρίσκεται χαραγμένη με έντονους αδρούς χαρακτήρες αραβική επιγραφή (φωτ. 3 αραβική επιγραφή παλαιοχριστιανικού ναού στον Τσούτσουρο). Ο κ. Χρηστίδης έχει μεταφράσει μέρος της επιγραφής. Πρόκειται για νεκρική επιγραφή και αναφέρει τον θάνατο κάποιου Abdala Umar ibn Hakim που στα 716 πέθανε εκεί. Καταλαβαίνετε τη σημασία του ευρήματος. Η παραλία και το πρωτοβυζαντινό πόλισμα εκεί όπου ήταν η αρχαία Ίνατος, επίνειο της αρχαίας Πριανσού, αποτέλεσε τον χώρο στρατωνισμού, αποβίβασης ή τουλάχιστον παραμονής αραβικής ομάδας που σίγουρα επέστρεφε από εκστρατεία με την χρονολογία να συμπίπτει με τη Β΄ πολιορκία της Κων/λης από τους Άραβες (715-718 μ.Χ.). Η πόλη της Ινάτου ήδη από τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια είχε αποκτήσει βαρύνουσα σημασία ως λιμάνι των νότιων παραλίων και είχε υποσκελίσει την μητρόπολή της Πριανσό (κατά τον J. F. Sanders). Πρόκειται για τεκμηρίωση προγενέστερης (από την οριστική απόβαση), «επίσκεψης» αραβικών δυνάμεων στα συγκεκριμένα παράλια.
- Ας εξετάσουμε τη γεωμορφολογία της περιοχής: Πρόκειται για ένα σύνολο παραλιών συνολικού μήκους 11,5 χλμ. από τον Τσούτσουρο στα δυτικά μέχρι τον Κερατόκαμπο και Άρβη στα ανατολικά. Αν και αμμώδεις παραλίες μόνο η παραλία δυτικά του βράχου όπου ήταν ο Χάρακας και ανατολικά της εκβολής του Αναποδάρη έχει το κατάλληλο βάθος για να προσεγγίσουν πλοιάρια ενώ η μεγαλύτερη σε μήκος παραλία της Δερμάτου είναι ρηχή με βραχώδη βυθό σποραδικά. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτήν την παραλία επέλεξε η βρετανική κατασκοπία στο 1942 για την αποβίβαση κι επιβίβαση φορτίων και ανθρώπων από τη Μέση Ανατολή, συγκεκριμένα την Αλεξάνδρεια, έχοντας με λεπτομέρεια βυθομετρήσει την περιοχή. Αν και σε πρώτη ματιά οι αμμώδεις παραλίες του Κερατόκαμπου και του Τσούτσουρου προσφέρονται για απόβαση υπάρχουν οι εξής περιορισμοί: α. Στον Τσούτσουρο (αρχ. Ίνατος), σίγουρα υπήρχε κατοίκηση και πιθανόν φρουρά έστω και υποτυπώδης, γεγονός απαγορευτικό για αιφνιδιαστική αποβίβαση. Η παραλία της Δερμάτου, όμως, είναι αόρατη χωρίς δυνατότητα εποπτείας από τα παράλια του Τσούτσουρου άρα εξασφαλίζει την διακριτική παρουσία τουλάχιστον κατά την ώρα της απόβασης. β. Από τον Κερατόκαμπο, την Άρβη ανατολικότερα, την Ψαρή Φοράδα ακόμα πιο ανατολικά και τον Τσούτσουρο στα δυτικά δεν υπάρχει απρόσκοπτη δίοδος προς την ενδοχώρα του Ηρακλείου (Μεσαρά, Πεδιάδα). Εδώ πρέπει να εξηγήσουμε ότι η μορφολογία του χώρου ως μοναδική «ωφέλιμη διαδρομή», (σαν τέτοια εννοούμε τη διαδρομή με το μικρότερο κόστος σε ιπποδύναμη, με την κατά το δυνατόν σύντομη απόσταση, όπου μπορούν να βαδίσουν φορτωμένα ζώα και άμαχος πληθυσμός). Τέτοια διαδρομή προσφέρεται μόνο από την παραλία της Δερμάτου μέσα από το άνοιγμα που διαμορφώνει ο Αναποδάρης που είναι και η μόνη βατή διαδρομή, για τα άλογα, όπως με διαβεβαίωσε ο σύγχρονος οδηγός έφιππων περιπλανήσεων Μανώλης Φραγκάκης ο οποίος φτάνει από το Αβδού μέσω Λύκτου, ημιορεινής διαδρομής στη δυτική ρίζα του όρους Δίκτη, δίπλα από το Δεμάτι και μέσα από τον ποταμό Αναποδάρη στη Δέρματο, επιβεβαιώνοντας έτσι τις παρατηρήσεις μας. Επιπλέον, γ. η μόνη κατάλληλη περιοχή για αποβίβαση μεγάλου αριθμού πλοίων είναι η παραλία που υποδείξαμε. Ας λάβουμε υπόψη μας επιπλέον, δ. ότι η περιοχή της Βιάννου διατηρεί αξιόλογο αριθμό τοπωνυμίων που ανάγονται στην αραβική γλώσσα, (το χωριό Αμιράς νότια-ανατολικά της Άνω Βιάννου, ο οικισμός Σαρακηνός δυτικά και βόρεια από τον Κερατόκαμπο, η θέση Σαρακηνόβιγλα ανάμεσα στο Κέρατο και στην Άρβη, ο βράχος με την ονομασία Ληστής, όπου για τις υποκείμενες σπηλιές οι ντόπιοι διασώζουν θρύλους για αμύθητους αραβικούς θησαυρούς και κρυμμένα όπλα και η ονομασία Ψαρή Φοράδα που παραπέμπει σε αραβικά άλογα).
Οπότε, (με δεδομένους τους παραπάνω περιορισμούς) το μόνο σημείο κοντά σε άφθονο νερό και με διαθέσιμη αρκετή έκταση για να στηθεί στρατόπεδο είναι ο παραλιακός κάμπος της Δερμάτου ιδανικός χώρος για την προσωρινή ή και μόνιμη εγκατάσταση αφού η έκταση είναι πολύ άνετη, χωρίς ψηλούς λόφους γύρω που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε οχυρά στρατιωτικής δύναμης, με ιδανικό χώρο για καλλιέργεια,[13] άφθονα νερά πηγαία και σε πηγάδια.
Συνεκτιμώντας τα παραπάνω γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής μπορούμε να οδηγηθούμε σε κάποιες διαπιστώσεις στρατηγικού χαρακτήρα:
- Δεν θα περίμενε κανείς σοβαρός μελετητής η οριστική αποβίβαση του συμπαγούς όγκου των αράβων προσφύγων (όπου σε αυτόν βρίσκονταν παιδιά, γυναίκες και άλλοι μη μάχιμοι) να γίνει με προχειρότητα. Οι αναφορές των πηγών για προγενέστερες επισκέψεις του Abu Hapfs διά στόματος Γενέσιου επισημαίνουν την προορατικότητα του άραβα αρχηγού ο οποίος «... την Κρήτην λαώ ευζώνω επηρεάσας εξηχμαλώτισε και πολλήν λαφυραγωγίαν εισεποιήσατο και ακριβώς αναμεμαθηκώς τον χώρον επαλινόστησεν,...».[14] Με την ίδια λογική η πλεύση 40 πλοίων από την Αλεξάνδρεια στην Κρήτη δεν θα διακινδύνευε τον παράπλου του ακρωτηρίου Λίθινου, ώστε μπαίνοντας στον κόλπο της Μεσαράς να αποβιβασθούν κοντά στην οχυρωμένη και πολυάριθμη πρωτεύουσα, δηλαδή δεν θα έπεφταν αφελώς «στο στόμα του λύκου» αλλά εύλογα θα περίμενε κανείς να φτάσουν σε σημείο σχετικά αόρατο από τα σημεία άμυνας. Τέτοιες ακτές ήταν μόνο αυτές της Βιάννου προφυλαγμένες από τη υπερκείμενη λοφοσειρά και τα Αστερούσια στα δυτικά. Η πεδιάδα της Δερμάτου αποτελεί, λοιπόν, τον ιδανικό χώρο στρατωνισμού, ώστε προετοιμασμένοι έχοντας εξασφαλίσει προσωρινά τους αμάχους να μπορέσουν να στραφούν στην ενδοχώρα με στόχο όχι την πρωτεύουσα αλλά τα βόρεια παράλια, εκεί που και άλλοτε είχαν επιτεθεί χωρίς αποτέλεσμα στο πόλισμα που σήμερα βρίσκεται το Ηράκλειο. Αφού εγκαταστάθηκαν εκεί, έχοντας σαν ορμητήριο τον Χάνδακα επεξέτειναν με τη βία ή με άλλο τρόπο την εξουσία τους και στην υπόλοιπη Κρήτη. Έτσι εξηγείται γιατί η κατάκτηση καταγράφεται ως βαθμιαία εξέλιξη και γιατί στο τακτικό που δημοσιεύει ο Uspenskij αναφέρεται κατά το 845 «άρχων» και «στρατηγός» Κρήτης.[15] Γιατί ακόμα κάποιο σημαντικό μέρος του νησιού έμενε ελεύθερο, (πιθανόν και η ίδια η πρωτεύουσα Γόρτυνα).
Πώς είναι σήμερα η γεωμορφολογία της περιοχής;
Ένα εντυπωσιακό βραχώδες έξαρμα με τη μορφή ακρωτηρίου που προβάλλει στη θάλασσα και σχηματίζει ένα σύμπλεγμα σκοπέλων (θυμηθείτε την απεικόνιση του Basilicata), υψώνεται σε ύψος 35 μέτρων. Ο βράχος αυτός από τη μεριά της θάλασσας έχει μεγάλους σπηλαιώδεις σχηματισμούς απρόσιτους από τη στεριά. Είναι ο βράχος «του Ληστή» για τους ντόπιους. Σε επιτόπια έρευνα βρίσκουμε στην επιφάνεια του βράχου διαμορφωμένο επίπεδο με ίχνη οχυρής κατασκευής του παρελθόντος[16] (οπωσδήποτε πριν την τουρκοκρατία). Η κεραμεική που αναγνωρίζουμε στην επιφάνεια ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια και στην γεωμετρική πιθανόν περίοδο. Μια τέτοια κατασκευή αποτελεί ένδειξη πως η θέση αξιοποιήθηκε για την ανταλλαγή σημάτων-πληροφοριών (πιθανόν ως καμινόβιγλα)[17] οπωσδήποτε όμως, ως χώρος για την εποπτεία της περιοχής σε συνδυασμό με τα μεγαλύτερα οχυρά που συνδέονται με τα νότια παράλια της Βιάννου.
Μετά την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Κρήτη από το 961 κ.ε. η περιοχή έτυχε ιδιαίτερης προσοχής όσο αφορά τον αμυντικό σχεδιασμό. Το οχυρό του Κέρατου (600 μ. ακριβώς πάνω από την παραλία του Κερατόκαμπου), στην πραγματικότητα εποπτεύει μια ευρύτερη περιοχή ακτών συνολικού μήκους 24 χλμ. Σε συνδυασμό με το σημαντικότατο Ριζόκαστρο στην ενδοχώρα (αργότερα Belvedere επί ενετών), ελέγχεται η πρόσβαση από και προς τα νότια παράλια της Βιάννου της ανατολικής Μεσαράς και κατά συνέπεια η επικοινωνία με την ενδοχώρα του Ηρακλείου.
Η ιδιαίτερη βαρύτητα που δόθηκε στη Β΄ βυζαντινή περίοδο με την ίδρυση δύο σημαντικών οχυρών αποτελεί ένδειξη ότι ο αμυντικός σχεδιασμός της βυζαντινής εξουσίας διατηρούσε τις μνήμες του χώρου απόβασης των αράβων που τελικά εγκαταστάθηκαν τον 9ο αι. μ. Χ. στην Κρήτη.[18] Η βυζαντινή παρουσία κατά την Β΄ βυζαντινή περίοδο στην περιοχή της Βιάννου αξίζει να τεκμηριωθεί περαιτέρω με την ανάδειξη μικρών βυζαντινών ναών (π.χ. Άγιος Γεώργιος στον Κερατόκαμπο), με την αναζήτηση των οδικών αρτηριών της περιοχής αλλά και με ανασκαφικές έρευνες που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν τη βυζαντινή παρουσία. Επίσης, η καταγραφή και ανάδειξη των θρύλων, προφορικών παραδόσεων και διηγήσεων για γεγονότα, ανέκδοτα κ.ά. που αφορούν στην αραβική παρουσία αξίζει να γίνει μέριμνα πρώτης προτεραιότητας, ώστε να εμπλουτιστεί το ιστορικό μωσαϊκό της περιοχής με περισσότερες, πολύτιμες ψηφίδες.
* Ο Νίκος Μ. Γιγουρτάκης είναι αρχαιολόγος, ιστορικός
Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"
[1] Ν. Σταυρινίδης, «Ειδήσεις αράβων ιστορικών περί της αραβοκρατίας εν Κρήτη», Κρητικά Χρονικά ΙΕ΄-ΙΣΤ΄, τευχ. 2 (1961-62), σ. 74-83, όπου αναφέρει τουλάχιστον τέσσερις (4) τέτοιες απόπειρες.
[2] «ΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΟΘΕΝ ΑΠΕΣΤΡΑΦΗ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΩΡ
ΜΗΣΑΣ ΕΙΣΕΛΘΕΙΝ ΚΑΙ ΦΛΕΞΕ
ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ U ΣΥΜΠΛΗΡΟΥΜΕΝΟΥ
ΤΟΥ ΜΗ ΙΟΥΝΙΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙ ΙΝΔΙΚΤΙΩΝΟΣ ΔΙ
ΗΜ Δ», στο: Σ. Λογιάδου-Πλάτωνος, «Ιστορική βυζαντινή επιγραφή εξ Ηρακλείου», Κρητικά Χρονικά ΙΕ΄-ΙΣΤ΄, τευχ. 2 (1961-62), σ. 42-55.
[3] Γενέσιος, 46, 3-11.
[4] Ν. Παναγιωτάκης, «Ζητήματα της κατακτήσεως της Κρήτης υπό των Αράβων», Κρητικά Χρονικά ΙΕ΄-ΙΣΤ΄, τευχ. 2 (1961-62), σ. 15.
[5] Σταύρος Ν. Χριστοδουλάκης, «Η εκκλησία της Κρήτης κατά την Αραβοκρατία, (824-961μ.Χ.)», ανακοίνωση στα πλαίσια επιστημονικής ημερίδας του Δήμου Ηρακλείου-Βικελαίας Δημοτ. Βιβλιοθήκης το 2010 με τίτλο: «Η Αραβοκρατία στην Κρήτη ca. 824/26-961 μ.Χ.», GRAECOARABICA τομ. ΧΙ, Ηράκλειο 2011, σ. 54-56.
[6] Ν. Παναγιωτάκης, ό.π. σ. 30.
[7] Αρχικά αποδόθηκε σε δήθεν ερμηνεία αραβικών πηγών (συγκεκριμένα κείμενα που αποδίδονται στον Abu Muhammad ibn Hazm και στον Abu Said, όπου αντί του ονόματος Χάραξ βρίσκεται η λέξη Σούδα, κάτι που δεν αληθεύει όπως διεξοδικά αποδείχνει ο Παναγιωτάκης, (ό.π., σ. 30-37).
[8] Γ.Α. Σήφακας, «Η υπό των Αράβων κατάκτησις της Κρήτης», ΕΕΚΣ, τ. Β΄ (1939), σ. 65.
[9] Βασ. Ψιλάκης, Ιστορία της Κρήτης από της απωτάτου αρχαιότητας μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, Χανιά 1909, τ. Α΄, σ. 718, σημ. 2.
[10] Nihajat - I - al Arab, (του γνωστού άραβα ιστορικού Nowairi), Ν. Σταυρινίδης, ό.π., σ. 79-83.
[11] Νίκος Μ. Γιγουρτάκης, «”Ακρωτηρίω τω Χάρακι”. Αρχικές παρατηρήσεις για το σημείο απόβασης των αράβων του Abu Hafs Omar στην Κρήτη», ανακοίνωση στα πλαίσια επιστημονικής ημερίδας του Δήμου Ηρακλείου-Βικελαίας Δημοτ. Βιβλιοθήκης το 2010 με τίτλο: «Η Αραβοκρατία στην Κρήτη ca. 824/26-961 μ.Χ.», GRAECOARABICA τομ. ΧΙ, Ηράκλειο 2011, σ. 73-95.
[12] Αταλάντη Μιχελογιαννάκη-Καραβελάκη στο βιβλίο της Τοπωνύμια Κρήτης, Σεργιάνι στη Βιάννο, εκδ. Βικελαίας Βιβλιοθήκης, Ηράκλειο 2006.
[13] Ο χώρος αυτός μέχρι και τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Βιάννου μαζί και με τμήμα του Κερατόκαμπου για τα χωριά Χόνδρος, Κάτω και Άνω Βιάννος.
[14] Γενέσιος, 46, 3-11.
[15] Ν. Παναγιωτάκης, ό.π., σ. 25.
[16] Νίκος Μ. Γιγουρτάκης, ό.π. σ. 92, φωτ. 5 και 5α.
[17] καμινόβιγλες = μικρές οχυρές κατασκευές πύργων με την αρμοδιότητα να εποπτεύουν στρατηγικές περιοχές και να αποστέλλουν, όπως και να δέχονται οπτικά σήματα (καπνός την ημέρα, φωτιά τη νύκτα) από και προς στρατηγικές οχυρές εγκαταστάσεις και/ή οικισμούς της εποχής.
[18] Νίκος Μ. Γιγουρτάκης, Βυζαντινές οχυρώσεις κατά τη Β΄ βυζαντινή περίοδο στην Κρήτη (961-1206 μ.Χ.). Διπλωματική διατριβή στα πλαίσια εκπόνησης Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο (Παν/κή Βιβλιοθήκη) 2004.