Αναδιφήσεις


Το ήξεραν όλοι οι χωριανοί, πως το «Κιρινιό», ήταν ο Έντισον κι ο Τέσλα, κι ο Μορς κι ο Μπελ και πολλοί ακόμη εφευρέτες - Πανωβιαννίτης, γέννημα θρέμμα Σωρίτης, ήταν γιος του Νίκου Παπαγιαννάκη, εξίσου ευφυούς Βιαννίτη
Ήταν ένα όμορφο Σεπτεμβριάτικο απόγευμα στον Κερατόκαμπο. Πάνε πολλά χρόνια από τότε… Νοτερός ο καιρός και, τα αλμυρίκια ρουφούσαν τους υδρατμούς σαν σφουγγάρια… Βλέπετε η μάνα Φύση που έφτιαξε τους υδρατμούς, η ίδια γέννησε και τα αρμυρίκια… Τα πάντα εν σοφία ποιούνται…
Καθόμουν στους Μαγατζέδες, και απολάμβανα τον καφέ μου, όταν την προσοχή μου τράβηξε μια δωρική φυσιογνωμία, που είχε επιλέξει και κάθονταν ολομόναχος στο ανατολικότερο τραπεζάκι του Νικήτα!
Ο μαυροφορεμένος-γενειοφόρος γέροντας ήταν γυρισμένος προς το καλμαρισμένο Λιβυκό, λες και περίμενε κάποια απάντηση!
Προσφιλές-οικείο και αγαπημένο πρόσωπο, που όπως λέγανε (κι ήταν αλήθεια!) το κεφάλι του είχε μόνο φαιά ουσία, Τίποτε το περιττό! Όλο το κεφάλι εγκέφαλος!!!
Το ήξεραν όλοι οι χωριανοί, πως το «Κιρινιό», ήταν ο Έντισον κι ο Τέσλα, κι ο Μορς κι ο Μπελ και πολλοί ακόμη εφευρέτες!
Πανωβιαννίτης, γέννημα θρέμμα Σωρίτης, ήταν γιος του Νίκου Παπαγιαννάκη, εξίσου ευφυούς Βιαννίτη.
Εκεί λοιπόν, στο μοναχικό τραπεζάκι κάθονταν ο συμπαθής γέροντας, βυθισμένος στις σκέψεις και τα «γιατί» του.
Γιατί, ετούτος ο ντουνιάς, εκτός από ψεύτης, είναι και η μήτρα πολλών αδικιών…
Κι ο Μανώλης του Νίκου, «το Κιρινιό», για όλους όσοι τον γνωρίζαμε, είχε βιώσει την αδικία με τον πλέον τραγικό τρόπο: Λίγα χρόνια πριν είχε χάσει το γιο του, τον Νίκο, ένα γλυκύτατο άνθρωπο κι ένα από τα συμπαθέστερα Βιαννιτόπουλα!
Έκτοτε, ολόκληρη η οικογένεια βυθίστηκε στο πένθος…
Κοιτούσα τον μαυροφορεμένο γέροντα και ήθελα να τον ρωτήσω πολλά. Όμως, μια αόρατη δύναμη με καλούσε να σιωπήσω…
Άλλαξα φακό στη φωτογραφική μηχανή και, από μεγάλη απόσταση, προσπάθησα να αποτυπώσω το «από μέσα του». Δεν με ενδιέφεραν τόσο τα χαρακτηριστικά του, όσο τα εσώτατα συναισθήματα… «Τα βαθιά κι αμίλητα», για να θυμηθώ και τη Ρέα Γαλανάκη.
Άναψε το τσιγάρο του, κι έμεινε στο στόμα του λες και κόλλησε στα χείλια του… Εκεί έμεινε μέχρι που η κάφτρα έφτασε στο φίλτρο…
Δεν τον είδα να κλαίει αν και ακούγονταν ευδιάκριτα οι λυγμοί της καρδιάς του…
Θυμήθηκα τους εξαιρετικούς στίχους του Ερρίκου Θαλασσινού, που μελοποίησε ο Μίκης και τραγούδησε ο Μπιθικώτσης:
Επέτρωσεν ο πόνος μου
και δεν μπορώ να κλάψω
είναι βαρύ το χέρι μου
και πώς να σ’ αγκαλιάσω
Είν’ ο καημός μου ένα πουλί
που βγαίνει σαν νυχτώνει
είν’ ο καημός μου μια φωτιά
που όσο φυσάς φουντώνει
Μαρμάρωσε η θάλασσα
πέτρωσε το φεγγάρι
και το καράβι βούλιαξε
που ερχόταν να μας πάρει
Σημείωση: Αφιερωμένο στο Μανώλη του Νίκου (Κιρινιό) και στο γιο του, τον αξέχαστο Νικολή… που μίσεψε τόσο μα τόσο νέος …