Αλεξ. Ραπτόπουλος: Ένας πραγματικός ήρωας
Πριν λίγες ημέρες, στις 22 Φεβρουαρίου, συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τη σύλληψη του αρχηγού της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης του Ν. Ηρακλείου, «Κρητική Επαναστατική Επιτροπή» στην κατοχή, του Βιαννίτη Αξιωματικού Αλέξανδρου Ραπτόπουλου
Οι Γερμανοί έχοντας οργανώσει τέλεια την κατασκοπεία τους στην Κρήτη, στρατολογώντας πεινασμένους, δειλούς, τυχοδιώκτες και τα λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας, έμαθαν για τα υποβρύχια που άραζαν στον Τσούτσουρο φέρνοντας Βρετανούς, ασυρμάτους και όπλα. Έμαθαν, μάλιστα, σύντομα για την τελευταία αποστολή της 15ης Ιανουαρίου 1942, των όπλων που προορίζονταν για τους αντάρτες του Ψηλορείτη.
Έτσι, σε λίγες ημέρες, τέλη Ιανουαρίου, κύκλωσαν τον Τσούτσουρο και τα κοντινά του χωριά, συνέλαβαν μέλη της Οργάνωσης και γέμισαν τις φυλακές Ηρακλείου.
Στην Άνω Βιάννο ο αρχηγός της Αλέξανδρος Ραπτόπουλος γνωρίζει ότι η σειρά του φτάνει, αλλά, ενώ μπορεί, δεν κάνει τίποτε για να ξεφύγει, παρά την αναπηρία του και τις παρακλήσεις των παιδιών του να φύγει στην Αίγυπτο.
Έτσι το βράδυ της 22ας Φεβρουαρίου του 1942 η ιταλική αστυνομία τον συνέλαβε, τον μετέφερε στις φυλακές της Νεάπολης και από εκεί σε λίγες ημέρες τον παρέδωσε στους Γερμανούς, που στις 22 Μαΐου μετά από φοβερές ανακρίσεις τον οδήγησαν στην Αγυιά Χανίων, απ’ όπου η Οργάνωση των Χανίων ετοίμασε την απόδρασή του με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου Μπασιά μαζί με τον συγκρατούμενο του εκεί Λευτέρη Χαιρέτη από το Ρουκάνι.
Στη φωτογραφία είναι ο Λευτέρης Χαιρέτης με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τη σύζυγο του Δημοσθένη Ραπτόπουλου. Ο Χαιρέτης δραπέτευσε από την Αγυιά το καλοκαίρι του 1942 με τη βοήθεια της οργάνωσης Χανίων (ΚΕΕΕ), ενώ ο Α. Ραπόπουλος αρνήθηκε φοβούμενος τα αντίποινα. Αρχείο Δημοσθένη Ραπτόπουλου
Ο Ραπτόπουλος, φοβούμενος τα αντίποινα στη Βιάννο και στα παιδιά του, αρνήθηκε. Δραπέτευσε όμως και σώθηκε ο Λευτέρης Χαιρέτης (βλέπε φωτογραφία). Ο Ραπτόπουλος στις 24.07.1942 καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 03.09.1942, μαζί με τον υπαρχηγό της Οργάνωσης, κτηνίατρο Μανόλη Σταματουλάκη από την Κάτω Βιάννο, δυο μέρες μετά τον ερχομό στα Χανιά του Γερμανού Υπουργού Προπαγάνδας Γκαίμπελς (01.09.1942).
Ένα μνημόσυνο στη μνήμη του Α.Ρ. και των αγωνιστών που έχασαν τη ζωή τους για την Ελευθερία είναι το παρακάτω κείμενο, παρμένο από το νέο μου βιβλίο «Ιστορικές μαρτυρίες από το Νομό Ηρακλείου 19ος – 20ος αιώνας» (σελίδες 218-220), που εκδόθηκε πρόσφατα με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης.
Αταλάντη Ραπτοπούλου- Παπαδημητράκη,
(Αλιόρι, Αύγουστος 2000)
Εισαγωγή
Η αφηγήτρια είναι το ένα από τα 2 παιδιά του αρχηγού της αντιστασιακής οργάνωσης «Κρητική Επαναστατική Επιτροπή», Ταγματάρχη σε πολεμική διαθεσιμότητα Αλέξανδρου Ραπτόπουλου, που εκτελέστηκε στην Αγιά στις 3/9/1942. Είναι η μεγαλύτερη αδελφή του Δημοσθένη Ραπτόπουλου. Η Αταλάντη υπήρξε ικανότατο μέλος της Οργάνωσης και στάθηκε ως την τελευταία ώρα δίπλα στον πατέρα της.
Κατά την αφήγηση ήταν τόσο συγκινημένη, που, ενώ είχαμε προγραμματίσει να μιλήσομε πολλή ώρα, εκείνη την ημέρα σταματήσαμε με το τέλος της παρακάτω ιστορίας.
Η αφήγηση
«Στο Ηράκλειο στις φυλακές ήταν πιο εύκολο να πηγαίνομε στον πατέρα μας. Όταν, όμως, τον μετέφεραν στην Αγυιά, έκατσα τέσσερις μήνες στα Χανιά, για να είμαι κοντά του, να πηγαίνω σχεδόν καθημερινά, και ας μην με άφηναν κάποιες μέρες να τον πλησιάζω και να του μιλώ. Στα Χανιά υπήρχαν τότε πολλά μέλη της Οργάνωσης που είχαν μυηθεί από τον αξιωματικό Γιώργο Φωκέα, ένα από τα ιδρυτικά της μέλη, που έμεινε στα Χανιά, για να δουλέψει για την εξάπλωσή της εκεί. Ήταν μάλιστα αρραβωνιασμένος και εγώ έμενα προστατευμένη στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του.
Πήγαινα με τα πόδια στην Αγυιά, έστεκα στην πόρτα και χτυπούσα να μου ανοίξουν. Άλλοτε με μεταχειρίζονταν έτσι και άλλοτε αλλιώς. Ο πατέρας μας με τη στολή του κατάδικου, προσπαθούσε να μας δίνει κουράγιο πως είναι καλά, περνά καλά. Όταν ήταν πια μελλοθάνατος, τον έβλεπα μέρα παρά μέρα. Ήταν πολύ καταβεβλημένος, αλλά εμένα και πάλι μου έδινε θάρρος. Δεν πίστευε ότι θα του δινόταν χάρη, βέβαια, και ας το προσπάθησε ο ίδιος ο Τσουδερός.
Μια μέρα ήρθανε να τόνε πάρουνε για τη Μέση Ανατολή οι άνθρωποι της Αντίστασης. Καθώς καθόμουν ένα βράδυ στο σπίτι που με φιλοξενούσαν, στα Χανιά, ήρθε ένας ζητιάνος, μπαίνει μέσα και λέει στη σπιτονοικοκυρά:
– Εσύ είσαι του Ραφτόπουλου η κόρη;
– Όχι. Και με φωνάζει να πάω.
Ο ζητιάνος μου έδωσε ένα σημείωμα που έγραφε: «Να προσπαθήσει ο Ραφτόπουλος να φύγει από τη φυλακή για να τον πάμε στη Μέση Ανατολή».
Εγώ δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. Και πάω το πρωί και μου λέει:
-Ίσως το σημείωμα να είναι φάρσα, αλλά αν γινόταν να δραπετεύσω, θα κάψουνε όλη τη Βιάννο.
-Σε 5-6 ημέρες μου λέει :
-Μην έρθεις αύριο, τα πόδια σου τρέχουν αίμα με τα τσόκαρα, με σκοτώνεις που σε βλέπω να υποφέρεις, παιδί μου. Μην έρθεις αύριο, Αταλάντη. Και μη μου φέρνεις. Ό,τι και να μου φέρνεις το πετούνε. Μην έρθεις.
Είχε καταβληθεί ψυχικά και σωματικά. Δεν ξέρω αν έτρωγε. Εγώ του άφηνα τα πράγματα.
Πάω στο σπίτι και λέω στη Μαρίκα πως αύριο δεν θα πάω στη φυλακή.
-Δόξα σοι ο Θεός που το πες. Να σε πάρω να πάμε στο Καστέλλι.
Δεν ξέρω, αν μου το’ πε, γιατί είχε καταλάβει ή ήξερε πως θα τον εκτελούσαν. Μου φάνηκε, όμως, πως δεν έπρεπε να μου πει να βγω με τέτοια κατάσταση του πατέρα μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα το πρωί σηκώνομαι. Έρχεται η φιλενάδα μου και μου λέει να κοιμηθώ ακόμη. Κοιμόμουνα εγώ στο σαλόνι και αυτή στο διπλανό δωμάτιο.
Την περιμένω και κοιμάται. Σηκώνομαι, είχε ξημερώσει. Μου’ χε πει ο πατέρας μου πως δεν ήθελε τίποτε, μόνο του ‘χε μυρίσει λίγο πεπόνι. Βασανίζω το μυαλό μου πού θα του το βρω.
Πιάνω, λοιπόν, γι αυτό τους δρόμους, (ό,τι και είχε ξημερώσει) και μια στιγμή βλέπω ένα και κράθιε ένα καλαμένιο καλάθι. Κάνει έτσέ ο άνθρωπος και αδειάζει το καλάθι. Στον πάτο είχε ένα ξυλάγγουρο και μου λέει:
«Πάρ’ το κοπέλα μου». Το πήρα. Μόλις προχώρησα όμως προς την αγορά, ακούω τον εφημεριδοπώλη: «Σήμερα πήραν εντολή και σκοτώσανε τον Ταγματάρχη Ραπτόπουλο. Ήταν ένας από τους 7 που εκτελέστηκαν».
Μου πέφτει το αγγούρι από τα χέρια. Ήμουν στα δικαστήρια πιο κάτω. Απέναντι βλέπω το Νομάρχη, το Νικόλαο Σκουλά. Ήταν φίλος του πατέρα μου. Με είδε και κάνει νόημα στον εφημεριδοπώλη να μην το φωνάζει. Έρχεται και μου κάνει:
-Πού πας; Τέτοια ώρα πού πας; (Ήταν 8 το πρωί).
– Σας παρακαλώ πολύ να μην με εμποδίσετε. Δεν ακούσατε;
– Όχι, Τι έγινε;
Με παίρνει και πάω στη Νομαρχία. Ήταν Πέμπτη και συνήρθα το Σάββατο. Ήθελα να φύγω στη Βιάννο, για να μην το μάθουνε. Ο Νομάρχης με ένα αυτοκίνητο με έστειλε και ήρθα στη Βιάννο. έφερα το φοβερό μαντάτο. Κανείς δεν ήξερε τίποτε».