2007: Οι πρώτες "επισκέψεις" του λαγοκέφαλου
Ο λαγοκέφαλος είναι ψάρι που ζούσε κυρίως στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο λαγοκέφαλος είναι ένα από τα 90 είδη που πέρασαν στη Μεσόγειο μέσω της Διώρυγας του Σουέζ.
Ολα αυτά τα είδη λέγονται «Λεσσεψιανά», από το επώνυμο του Γάλλου μηχανικού Φερδινάνδου Λεσσέψ που κατασκεύασε τη διώρυγα.
Την προηγούμενη δεκαετία οι θεάσεις του λαγοκέφαλου, δεν ήταν πολλές, παρόλα αυτά ως είδος επηρέασε την υποθαλάσσια τροφική αλυσίδα και στις θάλασσες της Κρήτης και αυξήθηθηκε σημαντικά πληθυσμιακά, δημιουργώντας έτσι, ένα επιπλέον πρόβλημα στους αλιείς.
Χρειάζεται μεγάλη προσοχή καθώς η τετροδοτοξίνη την οποία περιέχει, προκαλεί μυϊκή παράλυση, μπλοκάρει το νευρικό σύστημα και μπορεί να επιφέρει τον θάνατο. Η συγκεκριμένη τοξίνη συγκεντρώνεται κυρίως στο ήπαρ και στα γεννητικά όργανα του λαγοκέφαλου αλλά και στον μυϊκό ιστό που τρώει ο άνθρωπος.
Ο Λαγοκέφαλος εμφανίζεται συχνά πλέον, τόσο στην Κρήτη, όσο στη νότια Πελοπόννησο και τα Δωδεκάνησα.
Διαβάστε το ρεπορτάζ της εφημερίδας "Πατρίς", της 29ης Μαρτίου του 2007:
Στον Κερατόκαμπο ψάρεψαν χθες το επικίνδυνο “λαγοκέφαλο”.
Τρία επικίνδυνα ψάρια λαγοκέφαλους ψάρεψε προχθές ερασιτέχνης ψαράς στον Κερατόκαμπο και σίγουρα θα τα έκανε σούπα, αν δεν τα έβλεπε ένας έμπειρος κάτοικος της περιοχής που τον ενημέρωσε ότι πρόκειται για ένα επικίνδυνο είδος το οποίο δεν πρέπει να καταναλώνεται.
Η χαρά και η όρεξη του ερασιτέχνη ψαρά, που νόμιζε ότι είχε κάνει καλή ψαριά κόπηκε και τρομαγμένος πέταξε ξανά τα ψάρια στο μικρό λιμάνι του Κερατόκαμπου.
Όμως επειδή οι ψαράδες φοβήθηκαν ότι μπορεί να τα μάζευε κανείς άλλος, συνέλεξαν τα ψάρια και τα αποθήκευσαν για να τα μεταφέρουν σήμερα στο Ενυδρείο Κρήτης.
Όπως έχουν ανακοινώσει οι επιστήμονες , πρόκειται για ένα είδος ψαριού, που προέρχεται από την Ερυθρά θάλασσα, έχει διεισδύσει στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω του καναλιού του Σουέζ, όπως και πολλά άλλα, τα οποία αποκαλούνται «Λεσσεψιανοί μετανάστες».
Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι περιέχει τοξίνες σε διάφορα μέρη του σώματός του (εντόσθια, δέρμα), οι οποίες είναι επικίνδυνες σε περίπτωση βρώσης του από τον άνθρωπο, σε πολλές περιπτώσεις έως και θανατηφόρες, για αυτό και συνιστάται να αποφεύγεται η κατανάλωσή του. Το μέγεθος των ψαριών που πιάστηκαν στην περιοχή της Κρήτης φτάνει τους 35 πόντους.
Το είδος δεν είναι επιθετικό ή επικίνδυνο με άλλον τρόπο, εκτός αν φαγωθεί. Έχει χαρακτηριστικό σχήμα σαν τορπίλη, δύο ασημένιες λωρίδες στις πλευρές του σώματος, στη ράχη είναι γκριζωπό με έντονα σκούρα στίγματα, δεν έχει λέπια και διαθέτει τέσσερα χαρακτηριστικά δυνατά δόντια σαν ράμφος.
Στη Μεσόγειο εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια – πρώτη επιστημονική αναφορά του έγινε το 2005, όταν βρέθηκε στις ακτές της Τουρκίας- ενώ στην Κρήτη αναφέρεται πρώτη φορά από ερευνητές του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) το 2005. Μέχρι σήμερα έχουν αναφερθεί στο ΕΛΚΕΘΕ σποραδικές συλλήψεις σε παράκτιες περιοχές της Κρήτης.
Σε περίπτωση σύλληψης του είδους , πρέπει να ενημερώνεται το ΕΚΛΕΘΕ το οποίο μελετά τον πληθυσμό του επικίνδυνου αυτού είδους, στο τηλ. 2810 337801.