1940 και σήμερα
Στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 2011, μου έκανε την τιμή ο αγαπητός φίλος Μανόλης Σπανάκης να δημοσιεύσει στην «ΗΧΩ ΤΗΣ ΒΙΑΝΝΟΥ» το παρακάτω κείμενο, το οποίο επαναδημοσιεύεται εκτιμώντας ότι οι αναφορές σε αναμνήσεις ανθρώπων που έζησαν από «πρώτο χέρι» τα γεγονότα του πολέμου περιέχουν μια ιστορική και συγχρόνως διαχρονική άποψη
Ο αγώνας, η ελπίδα και … η προφητεία του Τσαρούχη
«1 Γενάρη 1941. Σήμερα δεν χιονίζει αλλά βρέχει. Πρωινό ρόφημα δεν πήραμε. Το συσσίτιο της ημέρας ήταν: ένα ποτηράκι κονιάκ και 30 δράμια νερόβραστο κρέας. Τίποτα άλλο. Τα φανταράκια αλληλοχαιρετιούνται και εύχονται καλή πατρίδα. Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα έκανα πρωτοχρονιά στο μέτωπο. Πέρυσι πρωτοχρονιά έκαμα στη φυλακή Συγγρού, όπου ήμουν πολιτικός κατάδικος, αντιφασίστας, εφέτος βρίσκομαι στη Λέζνια της Αλβανίας και με το όπλο στο χέρι πολεμώ τον Ιταλικό φασισμό σαν απλός μαχητής. Αυτά έχει η ζωή και ζωή θα πει να αγωνίζεσαι όπου και όπως βρεθείς με το λόγο και με το χέρι»- (Ελευθεροτυπία – Ιστορικά, «Σου γράφω από το μέτωπο», πολεμικό ημερολόγιο του φαντάρου Δημήτρη Μιχελίδη από το Ηράκλειο).
Αυτά τα λόγια ενός ανώνυμου, με την έννοια του απλού καθημερινού ανθρώπου, που έζησε την φρίκη του πολέμου, μαζί με τόσους άλλους, πάνω στα αφιλόξενα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, υπερασπίζοντας μια πατρίδα, που πριν λίγο είχε απορρίψει και αυτόν και τις ιδέες του φυλακίζοντάς τον, αλλά και τα βιώματα όλων αυτών που πολέμησαν το φασισμό στα μετόπισθεν «με το λόγο και με το χέρι», καθώς και του άμαχου πληθυσμού που έζησε την ναζιστική θηριωδία, είναι η παρακαταθήκη που μας άφησαν και η αναφορά μας σήμερα σε αυτά τα θλιβερά γεγονότα πρέπει να έχει αυτήν ακριβώς την διαχρονική διάσταση, να αγωνιζόμαστε δηλαδή όπου και όπως βρεθούμε εναντίον όσων επιβουλεύονται το «σπίτι» μας.
Τα γεγονότα από μόνα τους δεν κατηχούν, δε νουθετούν. Ούτε μας κουνάνε το δάχτυλο, ούτε επιδιώκουν να πουλήσουν άποψη.
Εμείς θα τα ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, εμείς θα τα αξιολογήσουμε, εμείς θα τα ερμηνεύσουμε. Και οι διαφορετικές απόψεις, που όπως πάντα θα ακουστούν, δεν μπορούν ούτε κατά το ελάχιστο να μειώσουν τη σημασία του μηνύματος, που είναι ένα και μοναδικό:
Ότι η ζωή είναι μια αλήθεια ακριβή, μια αξία ανεκτίμητη, που για να συνεχίσει να υπάρχει είναι ανάγκη να την προστατεύσουμε.
Και «ζωή», ασφαλώς, δεν είναι μόνο η φυσική μας υπόσταση, αλλά είναι επίσης ο πολιτισμός μας, η παράδοσή μας, η παιδεία μας, το σπίτι μας, η εργασία μας, ο φίλος μας, ο γείτονάς μας, η εθνική και προσωπική μας αξιοπρέπεια δηλαδή.
Αυτή η αλήθεια σήμερα, ειδικά λόγω του εορτασμού της εθνικής μας επετείου της 28ης Οκτωβρίου, είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρη.
Η επίσημη πολιτεία, μετά από την «δημοκρατική» αυτή τη φορά απαξίωση των πολιτών της, τους ζητά και πάλι να σηκώσουν το βάρος του αγώνα, εναντίον των… αγορών όμως τώρα.
Ας μην αναλωθούμε όμως σε «αναλύσεις», που λόγω των ημερών περιττεύουν και περισσεύουν, όταν μάλιστα υπάρχουν προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν «από πρώτο χέρι» τη σκληρή δοκιμασία του πολέμου και η αναφορά σε αυτές είναι προτιμότερη από τη δική μας άποψη. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε, ας πούμε πιο χαλαρά, με μια ξεχωριστή μαρτυρία. Εξάλλου, όπως λένε, η ζωή δεν είναι άσπρο ή μαύρο, είναι και άσπρο και μαύρο, μαζί με όλες τις αποχρώσεις του άσπρου και του μαύρου. Ο διάλογος που ακολουθεί και η αλληγορία που τον διακρίνει, είναι ίσως ο καλλίτερος τρόπος για την κατανόηση των γεγονότων στα οποία εμπλέκονται πολιτικές και συμφέροντα ισχυρών. Είναι μια φιλική συζήτηση μεταξύ του πρόσφατα αποβιώσαντα μεγάλου ηθοποιού και αγωνιστή Λυκούργου Καλλέργη και του πολυτάλαντου ζωγράφου μας Γιάννη Τσαρούχη, κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, όταν και οι δύο υπηρετούσαν ως στρατιώτες, όπως την διηγείται ο ίδιος ο Λυκούργος Καλλέργης στο βιβλίο του: «ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ», εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ 2007, προσπαθώντας να αποδώσει μάλιστα την ιδιάζουσα (γαλλίζουσα) προφορά του Τσαρούχη.
Ο τίτλος ανήκει στο συγγραφέα.
«Ο Τσόγτσιλ και η καγαβάνα»
«Ο Τσαρούχης όμως ήταν απόμακρος, δεν πίστευε τίποτα απ’ όλα αυτά. Κρυφογελούσε σαρκάζοντας. Δεν πίστευε καθόλου πως η ζωή θ’ αλλάξει, ότι οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι, ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι.
«Μα είναι δυνατό, Γιάννη», του ’λεγα εγώ, «είναι δυνατό να μην πιστεύεις ότι ο κόσμος θ’ αλλάξει ύστερα απ’ αυτό τον ολέθριο πόλεμο, ύστερα απ’ αυτόν το χαλασμό και την κοσμογονία; Δεν πιστεύεις ότι η ζωή θα γίνει καλύτερη, ότι οι σύμμαχοι θα συνεργαστούν για ν’ απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την αθλιότητα, τη δυστυχία, την κοινωνική ανισότητα και τα δεινά των πολέμων»;
«Μα για ποιους συμμάχους μου μιλάς, Λυκούγο; Ποιοι είναι αυτοί οι καλοθελητές και ομοφγονούντες σύμμαχοι, που θ’ απαλλάξουν την ανθγωπότητα από τα δεινά, για τα οποία και αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι»;
«Μα είναι οι σύμμαχοί μας, Γιάννη μου», του λέω εγώ. «Οι σύμμαχοί μας ενάντια στο φασισμό»!
«Ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοί μας; Ονόμασέ τους».
«Μα ο Τζόρτσιλ, ο Ρούσβελτ και ο Στάλιν», του απαντώ.
«Αχ, Καλλέγη μου, πόσο είσαι αφελής», μου λέει. «Μου μιλάς για τον Τσόγτσιλ! Μα αγαπητέ μου, αν ο Τσόγτσιλ ήτανε τώγα εδώ κοντά μας και ετούτος ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ξέγεις τι θα σου ’λεγε»;
«Τι θα μου ’λεγε»;
-«Βγε Καλλέγη, δώσε μου την καγαβάνα να φάω για να μη λεγώσω τη δικιά μου. Κι ούτε καν θα σε παγακαλούσε. Και θα σου άνοιγε στα γήγογα ένα καινούγιο μέτωπο, κι εσύ θα ήσουν πάλι στην πγώτη γαμμή να πολεμάς, ενώ ο Τσόγτσιλ, αφού θα είχε ντεγλικώσει με την καγαβάνα σου, θα κάπνιζε μακάγια το πούγο του σε κάποιο παλάτι στο Λονδίνο. Κάτι ανάλογο θα μπογούσαν να σου ζητήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι, και ο Γούζβελτ και ο Στάλιν. Όλοι αυτοί, κατά κανόνα, την καγαβάνα τους ποτέ δεν τη λεγώνουν».
Αυτός ήταν ο Τσαρούχης. Με μια αλληγορία και δυο καυτά λόγια ξόφλησε τη μεγάλη και τρανή συμμαχία των Μεγάλων, που τόσες και τόσες προσδοκίες κι ελπίδες στήριξε σ’ αυτήν η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα η χώρα μας.
Αυτή είναι μια από τις πιο ζωντανές μνήμες που μου έμειναν από το έπος της Αλβανίας. Το δυστύχημα είναι ότι ο Τσαρούχης βγήκε δικαιωμένος».
Δικαιωμένος όμως βγαίνει ακόμη και σήμερα, γιατί όπως φαίνεται… κάποιες καραβάνες λείπουν, και κάποια… νέα μέτωπα έχουν ανοίξει. Και περιμένουμε πως… οι βάρβαροι που θα ’ρθουν άλλη μια φορά… να μας σώσουν από την οικονομική κρίση, που οι ίδιοι προκαλέσαμε, θα ’ναι μια κάποια λύση, όπως θα ’λεγε κι ο ποιητής. Εξάλλου στην πρώτη γραμμή μαζί… «συμπολεμούμε», εναντίον όμως… των αγορών αυτή τη φορά…, έστω και χωρίς καραβάνες. Κατά που λένε όμως, αν ακολουθήσουμε τις … «πολεμικές» τους εντολές… η νίκη είναι σίγουρη.
Οι κυβερνώντες μάλιστα «υπολογίζουν» σε μερικά χρόνια, στην χειρότερη περίπτωση … να μας επιστραφούν οι καραβάνες.
Στην καλλίτερη λέμε εμείς. Και θα ’μασταν και ευχαριστημένοι.
Όμως, μια και αναφερόμαστε στο Γιάννη Τσαρούχη, που διέθετε ένα φοβερό καυστικό λόγο και μια απίστευτη ευρυμάθεια, παρατίθεται άλλη μια συνομιλία, αυτή τη φορά με τον δημοσιογράφο Γιώργο Πηλιχό, από «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» στις 14/2/1988, ένα χρόνο πριν το θάνατό του. (Τονίζεται και υπογραμμίζεται επίτηδες η ημερομηνία, για να εννοηθεί περισσότερο η πρώιμη προφητικότητα των λόγων του).
«Στην Ελλάδα ζούμε πολυτελέστερα απ’ όσο μας επιτρέπουν τα μέσα μας, πέρα από τις οικονομικές μας δυνατότητες και τις ψυχικές μας ικανότητες. Αυτό ήδη μας δημιουργεί προβλήματα και θα μας προξενήσει μεγάλο κακό». (Γιάννης Τσαρούχης, «ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ», Εκδόσεις Καστανιώτης 1989).
ΥΓ. Ας ευχηθούμε και ας ελπίσουμε να διαψευσθούμε ομαδικώς, αν και κάπου διάβασα ότι η ελπίδα πεθαίνει προτελευταία, τελευταία πεθαίνει η αυταπάτη.
*Ο κ. Μανώλης Αγαπουλάκης είναι αντιδήμαρχος στο Δήμο Βιάννου
Φωτογραφία: Λευτέρης Σπανάκης