100 δράμια λάδι….


Γυρνώ πίσω στη μακρινή δεκαετία του ’60, τότε που η καθημαγμένη χώρα μας προσπαθούσε να μαζέψει τα ρετάλια της, όσα της άφησαν οι… «σύμμαχοι» Γερμανοί οι οποίοι, ως πειθαρχημένος λαός, δηλητηριασμένοι από τις παρανοϊκές-κτηνώδεις εθνικοσοσιαλιστικές ιδεοληψίες ενός επικίνδυνου λοχία, βούτηξαν την Ευρώπη στο αίμα και στο πένθος…
Γυρνώ πίσω στη μακρινή δεκαετία του ’60, τότε που η καθημαγμένη χώρα μας προσπαθούσε να μαζέψει τα ρετάλια της, όσα της άφησαν οι… «σύμμαχοι» Γερμανοί οι οποίοι, ως πειθαρχημένος λαός, δηλητηριασμένοι από τις παρανοϊκές-κτηνώδεις εθνικοσοσιαλιστικές ιδεοληψίες ενός επικίνδυνου λοχία, βούτηξαν την Ευρώπη στο αίμα και στο πένθος…
Ένας ήταν ο παρανοϊκός, αλλά τα σπασμένα τα πλήρωσαν εκατομμύρια άνθρωποι στην γηραιά ήπειρο…
Το «ένας» κρατείστε το, γιατί, η γνωστή παροιμία έχει πλειστάκις διαψευστεί: ένας κούκος μπορεί να τη φέρει την άνοιξη, μπορεί όμως και να την καταστρέψει! Γι’ αυτό ας μην είμαστε απόλυτοι και δογματικοί…
Γυρνάμε πίσω στο μακρινό 1960…
Στο ορεινό κεφαλοχώρι που γεννήθηκα και ζω, την Άνω Βιάννο, είχαμε εναποθέσει ολάκερη την ύπαρξή μας στο λάδι!
«Από την Έμπαρο κρασί κι από τη Βιάννο λάδι», λέει η σχετική μαντινάδα, η οποία είναι αδιάψευστο πιστοποιητικό μιας πραγματικότητας.
Αν η χρονιά ήταν καλή, τα πιθάρια γέμιζαν λάδι και όσοι είχαν λάδι στο πιθάρι, δεν πεινούσαν! Τόσο απλά…
Έβαζε η γιαγιά η Πηνελόπη 100 δράμια λάδι στην οκά και μου ’λεγε: «Πήγαινε στου νονού του Πολύβιου να αγοράσεις χελιβά (χαλβά), ζάχαρη και καφέ κι ανέ περισσέψει πράμα πάρε και πέντε μπισκότα»…
Ο πεντανόστιμος εκείνος χαλβάς ήταν χύμα σε κουβάδες, όπως χύμα ήταν και τα πρωτοφανίστηκα «Μιράντα Παπαδοπούλου»…
Τις πανάκριβες και ρυπογόνες «πολυτελείς συσκευασίες», μας τις έφερε λίγο μετά η καπιταλιστική καταναλωτική μάστιγα… με συνέπεια, να πληρώνουμε περισσότερα για το περίβλημα παρά για το περιεχόμενο…
Με χαρά έπαιρνα την οκά με το λάδι γιατί, αφενός συμμετείχα στην όλη διαδικασία αλλά υπήρχε και η μέγιστη ικανοποίηση της προσμονής, αφού, απ’ τα ξαρέσκια της γιαγιάς, κάτι θα γευόμουν κι εγώ!
Εξίσου χαρούμενος ήταν και ο νονός, ο Πολύβιος, πρώτα γιατί πουλούσε εμπόρευμα, κι ύστερα γιατί είχε διπλό κέρδος από την μεταπώληση του λαδιού.
Κάθε δεκαπέντε ημέρες συγκέντρωνε κάπου 10-15 βαρέλια, τα οποία φορτώνονταν στου Νικολή του Σπύρου το φορτηγό, και οδηγούνταν στο Ηράκλειο, στα λαδάδικα του Φορτσάκη και του Πατεράκη, όπου πωλούνταν και με τα εισπραχθέντα, αγόραζαν καινούρια εμπορεύματα.
Σκέτο χρυσάφι ήταν το Βιαννίτικο λάδι, και οι λαδέμποροι το αγόραζαν με κλειστά μάτια…
18 δραχμές είχε η οκά και λίγα χρόνια μετά πήγε στις 24 δραχμές!
Κι επειδή μόνο μέσα από τις συγκρίσεις βγαίνει ζουμί, τω καιρώ εκείνω, τα φτηνότερα τσιγάρα που ήταν το «τέλειον» κόστιζαν 4 δραχμές ενώ, ο Άσσος φίλτρο, που ήταν από τα ακριβότερα κόστιζε 11 δραχμές…
Στις μέρες μας, το λάδι έχει 3 ευρώ, ήτοι 1023 δραχμές και ο άσος φίλτρο κοστίζει 4 ευρώ τουτέστιν 1364 δραχμές!
Με άλλα λόγια, το 1960 με 1 οκά ή 1280 γραμμάρια λαδιού, αγόραζες 2 πακέτα τσιγάρα άσσο φίλτρο και, στις μέρες μας, με την ίδια ποσότητα λαδιού αγοράζεις 1 πακέτο και παίρνεις ρέστα 10 λεπτά του ευρώ!!!
Δυστυχώς, φοβάμαι πως κι αυτό το διατροφικό χρυσάφι, οδεύει προς τους δρόμους της σταφίδας, του βαμβακιού, της ζάχαρης, των καπνών και των υπόλοιπων ελληνικών προϊόντων…
Οι κοινοτικές επιδοτήσεις έφεραν τα αποτελέσματά τους πολύ πριν τον αναμενόμενο χρόνο…
Τις προάλλες κουβέντιαζα με το μπάρμπα Δημήτρη…
Πρόκειται για ένα θυμόσοφο γέροντα που έζησε πείνες, πολέμους και καταστροφές…
Μου έλεγε λοιπόν, ότι βρέθηκε στην παραλία όπου τα παιδιά τους μάζευαν τις ελιές τους.
Σε κοντινή απόσταση από το λιόφυτό τους, βρίσκονται κάποια τουριστικά καταλύματα στα οποία Γερμανοί πολίτες, επέλεξαν να διαχειμάσουν στον κλιματικό μας παράδεισο…
«Μα πε μου εδά, φύγανε ποτέ οι Γερμανοί»;
«Γιάντα μου το λες αυτό μπάρμπα Δημήτρη;», τον ρώτησα με έκδηλο ενδιαφέρον, για να πάρω την ομολογουμένως σοκαριστική του απάντηση: «Χάφτας ήταν ο Χίτλερ… Σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι και τελικά έκαμε μια τρύπα στο νερό…
Το ένα εκατοστό απ’ όσα κόστισε ο πόλεμος να ξόδευε σε επιδοτήσεις θα μας είχε καταλάβει και ούτε σκοτωμοί ούτε καμένα χωριά… Για δες τώρα: Εμείς μαζώνομε τσοι ελιές και πουλούμε σχεδόν τσάμπα το λάδι που τρώνε οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι «σύμμαχοι» κι αυτοί ξεκουράζονται στα σπίτια μας κάνοντας διακοπές διαρκείας… Ποιος είναι ο σκλάβος και ποιος ο ελεύθερος»;
Άχνα δεν έβγαλα… Τι να πω άλλωστε;
Τράβηξα για το σπίτι μου.
Άνοιξα την τηλεόραση… και αποξεχάστηκα από το «Σασμό»…
Σημείωση στη φωτογραφία η γιαγιά Πηνελόπη πλαισιωμένη από την αδερφή μου και τα ξαδέρφια μου, Μιχάλη (αριστερά), Γιώργο και Δημήτρη Πλαντζουνάκη.