Το παραδοσιακό αλώνισμα

Το παραδοσιακό αλώνισμα ήταν μια διαδικασία ενταγμένη στην καθημερινότητα των Κρητικών. Ηταν μια ενασχόληση που συνέβαλε τα μέγιστα στα νοικοκυριά των περασμένων δεκαετιών.
Μια διαδικασία που αναβιώνει συχνά - πυκνά από τοπικούς Συλλόγους με στόχο να «ξυπνούν» μνήμες στους παλαιότερους και να δίνει στους νεότερους την ευκαιρία να γνωρίσουν την διαδικασία της συλλογής του καρπού από τα στάχυα.
Το αλώνισμα
Το αλώνισμα ξεκινούσε με το στρώσιμο του αλωνικού μέσα στην κούπα του αλωνιού και για το σκοπό αυτό οι αλωνάρηδες μεταφέρουν τ’ αλωνικό από τη θέση που είναι στιβιασμένο μέσα στ αλώνι κατά σωρούς και ένας απ αυτούς το απλώνει σ’ όλο τ’ αλώνι με το διχάλι δηλ. ένα ξύλινο εργαλείο με μακρύ χέρι, σε σχήμα περισπωμένης με διχάλα στην πάνω άκρη της οποίας τα χαχάλια (τα δυο ανοιχτά μέρη) είναι γυρισμένα προς τ’ απάνω με άκρες χωρίς αιχμή (κούτουλες).
Μετά το άπλωμα του αλωνικού μέσα στ αλώνι, που πρέπει να είναι του ίδιου πάχους σ' όλα τα σημεία, για να περνά εύκολα ο βολόσυρος και να μη μπουκώνει, αρχίζει το αλώνισμα. Και στο αλώνισμα χρειάζεται να ζευτούν τα δυο βόδια στον ίδιο ζυγό του οργώματος και κατά τον ίδιο τρόπο ζεψίματος, με τη διαφορά ότι αντί να συνδεθούν τα λούρα με τ αλέτρι συνδέονται με το βολόσυρο.
Κατά το αλώνισμα το βολόσυρο σύρνουν τα βόδια, που διευθύνει ο αλωνάρης ορθός πάνω από το βολόσυρο, για να γυρίζουν κυκλικά στ αλώνι, και για να πιέζει με το βάρος του το βολόσυρο και τις πέτρες να κόβουν καλύτερα το αλωνικό. Αλωνάρης μπορεί να είναι και παιδί άνω των δώδεκα χρόνων, εφ όσον τα ζευτικά είναι καλά μερωμένα, οπότε στην περίπτωση αυτή, για να συμπληρωθεί το βάρος του άλωνάρη, τοποθετείται στη μέση του βολοσύρου μια σχετικά μεγάλη πέτρα. Επίσης, αλωνάρης μπορεί να γίνει και ηλικιωμένος άντρας ή γυναίκα, οπότε στερεώνεται πάνω στο βολόσυρο καρέκλα, για να διευθύνει καθιστά τα ζώα στο αλώνισμα.
Ο αλωνάρης διευθύνει τα ζώα με το ζεύτη, και τα παρακινεί στο περπάτημα με το νυματερό, μια μικρή βέργα (ράβδος), που έχει μπροστά νύμα-κεντρί, με το οποίο κεντρίζει τα ζώα. Όσο προχωρεί το αλώνισμα, ο βολόσυρος σχηματίζει ένα είδος αυλακιάς στα χείλη της οποίας μένει αλώνευτο αλωνικό και που μοιάζουν σαν στεφάνια. Αυτά τα στεφάνια καλείται από καιρό σε καιρό ο βοηθός του άλωνάρη να χαλάσει με το διχάλι και να τα ρίξει μέσα στην αυλακιά.
Αν μετά το αλώνισμα του αλωνεμένου αλωνικού απομένει και άλλο αλώνευτο, τότε ο βοηθός του άλωνάρη θα κάμει το λεγόμενο σύμπαλμα, δηλ. θα πάρει νέα ποσότητα αλωνικού και θα τη ρίξει σε διάφορα σημεία του αλωνιού και σε συνέχεια θα την απλώσει με το διχάλι πάνω στο ήδη αλωνεμένο.
Συμπάλματα, με την προσταγή του άλωνάρη «έλα να συμπάλεις» θα γίνονται ώσπου να μένει αλώνευτο το αλωνικό στη στίβα. Αν το αλωνικό είναι πάρα πολύ μεγάλης ποσότητας, όπως συμβαίνει κυρίως στα σιτηρά, το αλωνεμένο σωρεύεται γύρω από το σωρό, οπότε γίνεται νέα στρώση και άπλωμα του αλωνικού που απομένει, καθώς και νέα κατοπινά συμπάλματα. Ισως είναι περιττό, να τονιστεί ότι το αλώνισμα γίνεται στην πυρά της μέρας δηλ. στις πιο ζεστές ώρες, γιατί φρυγανιάζει (αποξεραίνται) τελείως το αλωνικό, κι έτσι διευκολύνεται πολύ το αλώνισμα με το βολόσυρο και τα πατήματα των ζευγατικών. Αυτός είναι ο λόγος, που όταν είναι προβέτζες (συννεφιασμένες μέρες) δεν γίνεται αλώνισμα, γιατί ανεπαλιάζει (μαλακώνει) το αλωνικό και δεν κόβεται.
Οι πολύ ζεστές ανέφελες μέρες λέγονται αλωνόμερες που διαρκούν συνήθως από τις δέκα το πρωί ως στις πέντε το πολύ το απόγευμα, επειδή με το βράδιασμα ανεδίδει (υγροποιείται) το αλωνικό και γι αυτό ξεζέβγονται την ώρα αυτή τα βούγια από τ’ αλώνι.