Το μαγκίρι του Χιονιά


Ήνοιξε σιγά σιγά ο Δοξαθεός το πανωπόρτι και ξάνοιξεν όξω!
Βαρύς, κατεβασμένος φαινόταν ο καιρός από οψαργάς1 και ο Σήφης είχε κάμει το κουμάντο του. Είχε ταΐσει τις μαρταρές2 καλά και είχε βάλει μπόλικα άχερα στη μαντζαδούρα3 του γαϊδάρου. Δεν είχε βιάση να ξαναπάει πρωί πρωί. Είχε βάλει και την παλάμη καλού κακού πίσω από την πόρτα. «Ας την εκειά κι αχρείαστη νά ΄ναι» σκέφτηκε. Όλη νύχτα δεν ακουγόταν τίποτε. Ησυχία! Ούτε αέρας ούτε βροχή! Ήσυχος καιρός, ύποπτος! Γνώριζε από τον πατέρα του τον Αναγνώστη και καταλάβαινε τα σημάδια. Χιονιά του μύριζε.
Ήνοιξε, που λες,το πανωπόρτι και αναφώνησε σιγά, σαν για να μην ξυπνήσει τα κοπέλια: «Πραξία ένα μπόι είναι το χιόνι στην αυλή. Ανεσηκώσου να το καμαρώσεις»! Δόξα Σοι ο Θεός σκέφτηκε. Χρειαζότανε. Η φλέγα4 του Καγιόλα δεν είχεν ανοίξει πέρυσι που ήταν αλαφροχειμωνιά και στου Ντάμπαχη ίσα ίσα που τρεχούλιζε. Τη Μαυρολιά δεν την πολυλογαριάζανε. Αυτή ήνοιγε κι αν ήθελε χύσει νερό του ο Ζερβός παραπάνω. Κι όσο εύκολα ξεκινούσε άλλο τόσο και σταματούσε. Δεν ήταν εμπιστοσύνης!
Σάλεψεν η Πραξία, εποταυρίστηκε5 και έβγαλε τα πόδια έξω από τις πατητές6. Ένιωσε την κρυγιάδα και ξεξύπνησε. Σηκώθηκε, ντύθηκε ζεστά και βγήκενε παραόξω στην κουζίνα.
Ο Σήφης ωστόσο είχε ανάψει τη φωτιά στην παραστιά. Δόξα Σοι ο Θεός, όλα τα είχε προνοήσει. Αχινοπόδι και λιανόξυλα και μερικά κουτσουράκια στεγνά χρειάζονταν και η φωτιά ήταν έτοιμη. Έβαλε στον μεγάλο τον τσισβέ7 νερό κι έριξε μέσα αντωναΐδα και δίχταμο και δυο φυλλαράκια φασκομηλιά.
Όσο ο Σήφης ταχτοποιούσε τη φωτιά και το βραστάρι, η γυναίκα του άνοιξε το βρυσάλι στο νεροχύτη κι αφού νίφτηκε και καλημέρισε τον άντρα της ανέδιασε8 και κοίταξεν από το πανωπόρτι τη χιονιά. «Δόξα Σοι ο Θεός» είπε. Το είχε συνηθίσει κι αυτή να το λέει, τόσες φορές που τ’ άκουγε ολημερίς από τον νοικοκύρη της. Κατόπιν πήγε κι έβγαλε δυο πανωκαύκαλα από το πιθάρι, έπιασε και κάμποσες αλατσολιές από το κουρουπάκι και στο πι και φι είχε έτοιμο το προσφάι.
_Κόψε μπρε κι ένα κομμάτι κατσοχοίρι από κειο να που ήπηξα οψές. Βάλε κι ένα κρασί να στηλωθούμε! Η κρυγιότη θέλει καλοπέραση! Θυμάσαι που το λέει κι ο παπάς; «Οίνος ευφραίνει τη καρδιά τ’ αθρώπου»!
Ο Δοξαθεός και η Πραξία φάγανε, ήπιανε, ζεσταθήκανε. Σειρά είχε τώρα ν’ ανοίξει την πόρτα και να κάμει ένα ζάλο ίσαμε την παραντάνα10 που είχε τα συμπράγκαλα και το αποχωρητήριο. Η παλάμη τον κοίταζε και τον προκαλούσε.
Την ώρα που άνοιγε το μονοπάτι στο χιόνι, είδε με την άκρη του ματιού του τον Φακογιώργη με τα στιβάνια να ανηφορίζει οθέ το Κοπράνι. Δεν του μίλησε για να μη παρεξηγηθεί αν κάτι πήγαινε στραβά αλλά κατάλαβε αμέσως πού πάει. Την κουρκούδα11 που εβάστα ίντα την ήθελε; Σαν μπήκε μέσα το ‘πε κατευθείαν στη γυναίκα του. Το και το κι ο Φακογιώργης πάει στο λαγό στο χιόνι.
Πολλοί ήτανε οι χωριανοί που χωρίς ντουφέκι κυνηγούσαν το λαγό στο χιόνι. Έπρεπε όμως να ξέρουν πώς να τον βρουν εκεί που καθόταν γιατί ο λαγός ήταν τετραπέρατος και τους ξεγελούσε. Τα ίχνη του φαινόταν εύκολα στο χιόνι μα ο ακάτεχος εύκολα και μπερδευόταν. Πότε μπροστά, πότε πίσω, πότε δεξά, πότε ζερβά και στο τέλος έκανε έναν καμπανό12 κι εκεί που έπεφτε κάθιζε χωρίς να ξαναμετακινηθεί. Οι κατεχάρηδες γύριζαν με δυο και τρεις λαγούς στη βούργια13 , μα οι ανήξεροι μόνο τα πόδια τους παγώνανε. Άσε που έπρεπε να γνωρίζουν καλά τον τόπο μην πέσουν σε κανένα λατσιδάκι14 κρυμμένο από το χιόνι και κατασβολωθούν, σαν τον Προκόπη μια φορά πού ‘σπασε τον πόδα του από δυο τόπους.
_ Θυμάσαι μπρε συ, ξανάρχισε την κουβέντα ο Σήφης, οντεν ήκαμε τη μεγάλη χιονιά πριν μερικά χρόνια που εσκέπασε τα οζά του Παπαδογιάννη στη σπηλιάρα του Ποροφάραγγου και δεν του πόμεινε ένα; Εγλάκανε15 ο κακομοίρης κι ήκοβγε κλαδί από τα’ ελιές να τος ε πάει, μα πού να φτάξει εκειά, πού ‘τονε το χιόνι στον πόρο του φαραγγιού πια παρά το μπόι του! Έτσά ναι κακομίτσα Πραξία, ότι θέλει ο Θεός κάνει. Εμείς οι αθρώποι θαρρούμε πως είμαστε θεοί, μα πράμα δεν είμαστε. Σκουληκάκια που σέρνουνται στη γης κι αν είναι κάψα κεντούνε και ξεραίνονται κι αν είναι κρύο δεν αντέχουνε κι αναζητούνε τη φωθιά να τα κεντήσει!
Η Πραξία κούναγε το κεφάλι της και συμφωνούσε όπως πάντα με τα λεγόμενα του άντρα και κύρη της. Έτσι έμαθε από τους γονέους της, έτσι και έκανε. Αλήθεια όμως είναι πως τις πιο πολλές φορές γινόταν το δικό της το θέλημα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κι αν ο Δοξαθεός όπως τον έλεγαν οι χωριανοί θαρρούσε πως τα ζάλα που πήγαινε ήτανε δικά του, έκανε λάθος γιατί ήτανε της γυναίκας του. Ήξερε αυτή πως το ψωμί τρώεται πια καλά με το μέλι παρά με το ξίδι!
_ Μπρε συ Πραξία , είπε σε λιγάκι ο Σήφης,να πιάσεις θες μπρε να σάσεις μια ολιά16 μαγκίρι; Καλεί το δα η μέρα μα το πεθύμησα κι εγώ αλήθεια αλήθεια. Καιρό ‘χομε να το σάσομε!
_ Να το σάσουμε, είπε εκείνη ειρωνικά! Ε, τον παντέξουρο και να το σάσει θέλει κι αυτός. Κι αφού κατέχεις γιάντα δε σηκώνεσαι ν’ αρχίξεις μόνο το λες σε μένα; Μα έλα δα που δεν έχω δουλειά άλλη με τέθοιο καιρό και να βάλω θέλει να σου το σάσω!
_ Να μου το σάσεις; Δε θα φας δηλαδή εσύ; Ω, χαρώ το πώς θα μου ‘ρθει!
Εστραβοξάνοιξέ τονε η Πραξία μα δεν είπε πράμα. Σηκώθηκε, κοσκίνησε μισή οκά αλεύρι που το φέρανε προχθές από το Μύλο της Δρακώνας, φρεσκοαλεσμένο και μυρωδάτο, το ζύμωσε ντάκα ντάκα κι άρχισε να το ανοίγει με το ξυλίκι17, φύλλο. Δεν ήθελε ούτε προζύμι ούτε μαγιά. Λίγο αλατάκι και λίγο λαδάκι όλα κι όλα τα υλικά. Ήκαμε το φύλλο ούτε πολύ λεπτό ούτε και πολλά παχύ. Το τύλιξε τελευταία φορά στο ξύλο και το χάραξε μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι του μάκρους. Το άφησε να πέσει πάνω στο σοφρά. Όπως ήταν ανοιγμένο το ξαναέκοψε άλλες δυο τρεις φορές δημιουργώντας λωρίδες κι αυτές άρχισε μετά να κόβει κάθετα πάλι και πάλι φτιάχνοντας μικρά τετραγωνάκια. Τα πασπάλισε με αλεύρι και τα σάλεψε να ξεκολήσουν μεταξύ τους. Γέμισε σχεδόν ο σοφράς. Έβαλε το μαυροτσίκαλο στην παραστιά με νερό ως τη μέση και μόλις πήρε ν’ αγκιναριάζει18 έριξε μέσα τα μισά από τα ζυμένια τετραγωνάκια να βράσουν. Τα άλλα μισά τα έβαλε αργότερα με λάδι στο τηγάνι κι όταν άρχισαν να χρυσίζουν τα έριξε με το λάδι τους μέσα στο τσικάλι μαζί με τ’ άλλα και τα ανακάτεψε. Έτοιμο το μαγκίρι!
Κι όταν μετά από λίγο το βάλανε στους κεσέδες19 και το φάγανε, αναφώνησε ο Δοξαθεός: «Ω το άτιμο νοστημιά! Γεια στα χέρια σου μωρέ γυναίκα! Καλονοικοκερά μου εσύ!»
1 Οψαργάς= οψέ+αργά= χθες αργά, χθες βράδυ
2 Μαρταρές=οικόσιτα ζώα συνήθως αίγες ή πρόβατα. Αρχ. ομερτός=συνοδός
3 Μαντζαδούρα= φάτνη, το μέρος που μπαίνει η τροφή των ζώων
4 Φλέγα=φλέβα. Εδώ πηγή
5 Ποταυρίζομαι= τεντώνω το σώμα μου
6 Πατητή= χοντρή μάλλινη υφαντή κουβέρτα
7 Τσισβές= μπρίκι
8 Ανεδιάζω=προβάλλω
9 Κατσοχοίρι= φρεσκοπηγμένο μικρό τυράκι σαν κατσόχοιρος (σκαντζόχοιρος)
10 Παραντάνα= πρόχειρη αποθήκη, υπόστεγο
11 Κουρκούδα= χοντρό ξύλο, ρόπαλο
12 Καμπανός =μεγάλο άλμα
13 Βούργια= υφαντό μάλλινο σακκίδιο πλάτης
14 Λατσίδα= βάραθρο
15 Γλακώ=τρέχω
16 Μια ολιά =λίγο
17 Ξυλίκι = μακρύ κυλιδρικό ξύλο για το άνοιγμα φύλλου, πλάστης
18 Αγκιναριάζει= δημιουργεί φουσκαλίτσες λίγο πριν το βρασμό
19 Κεσέδες= βαθιά πήλινα ή εμαγιέ πιάτα