Το δάκρυ που χύθηκε στη θάλασσα
Πάντα υπάρχουν εμπόδια για να φτάσεις στον άλλον. Για να φτάσω ως τον Ραδάμανθυ πέρασα στη αρχή μια σίτα. Ύστερα ένα τσιμπότελο. Δεν το έβαλα όμως κάτω αν και, παρά τις προσπάθειες, ούτε τώρα ξέρω αν έχω φτάσει.
Στο μονόσπιτο που γεννήθηκε, εκεί σε κάποια βιαννίτικη γειτονιά, οι σοβάδες ήταν πεσμένοι. Μια θεόρατη μουριά έριχνε τη σκιά της στο φτωχόσπιτο. Αυτό ήταν η σκιά τους τα καυτά καλοκαίρια αυτό και το χριστουγεννιάτικο δέντρο τους. Ο άντρας του σπιτιού, ο Κόμπας, έλειπε ολημερίς στο μεροκάματο. Άτυχος ήταν από τη γέννα του ο καημένος ο Κόμπας. Αυτό ήταν το παρατσούκλι του κι αυτός το ’χε αποδεχτεί σαν να ’τανε το βαπτισιμιό του. Νωρίς έχασε τη μάνα κι ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε. Η μητριά του είχε άλλους καημούς κι ο Κόμπας είχε μονάχα τα μεγαλύτερα αδέρφια του για αβάντα. Αυτή η πραγματικότητα τον «έσπρωξε» να παντρευτεί μια συγχωριανή του… αρρωστημένα παστρικιά.
Ταυτόχρονα με το γάμο άρχισαν και τα τσιλιμπουρδίσματά της.
Ο Κόμπας στο μεροκάματο κι εκείνη απολάμβανε τους παράνομους έρωτές της.
Μάλιστα οι «κακές» γλώσσες λέγανε πώς κι ο Ραδάμανθυς, το στερνοπαίδι της, ήτανε καρπός ενός τέτοιου έρωτα.
Ποιος ν’ αποκαλύψει τις αλήθειες που έκρυβε το μονόσπιτο αφού κανείς δεν ασχολιότανε μαζί του από ενδιαφέρον; Κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τον Κόμπα.
Καλά – καλά δεν του μιλούσαν οι χωριανοί, εκτός αν ήθελαν κάποιο θέλημα ή κανένα… ψευτομεροκάματο.
Γι’ αυτό μονολογούσε ασταμάτητα, ίσως για να μην ξεχάσει πώς μιλούν. Άλλοτε παραμιλούσε ακαταλαβίστικα άλλοτε σιγοτραγουδούσε κι άλλες φορές πάλι έψελνε… Είχε ένα κόλλημα με τον Άγιο Παντελεήμονα και συνήθως έψελνε το απολυτίκιό του.
Άλλοτε πάλι έκανε τις φωνές των πουλιών, των γατιών και των σκύλων. Η γυναίκα του αρκούνταν στη διαχείριση των χρημάτων από το μόχθο του Κόμπα και με περίσσια ευκολία διέθετε το κορμί της σε ευκαιριακούς έρωτες. Ο Ραδάμανθυς είναι αλήθεια, πώς όσο μεγάλωνε έδειχνε ευδιάκριτα πως ήταν… αλλουνού σπορέα παιδί. Μάτια σκιστά, μελαχρινός και πανύψηλος είχε προδιαγραφές σταρ του σινεμά. Ωστόσο κανείς δεν ξεχνούσε πώς ήταν γιος μιας πουτάνας.
Όταν μπήκε στην εφηβεία, όχι μόνο καταλάβαινε τι συνέβαινε στο σπίτι αλλά πλείστες φορές είχε κάνει τσακωτή τη μάνα του να βγάζει τα μάτια της με ένα λιγδιασμένο συγχωριανό ψευτονταή. Έτσι διάλεξε τη εφηβική μοναξιά. Γυρνούσε στα λιβάδια και στα χωράφια ολομόναχος άλλοτε κυνηγώντας πουλιά με τη σφεντόνα κι άλλοτε χαζολογώντας. Ο δρόμος για την ενηλικίωση ήταν άχαρος και πικρός. Όσο δεν καταλαβαίνεις τα πράγματα δεν είναι άσχημα. Το παλικαρόπουλο απελπισμένο ψηλαφούσε τη λειψή του ζωή πότε με απόγνωση κι άλλοτε με θυμό.
Δεν άργησε να ενταχθεί στην συνομοταξία των κλεφτοκοτάδων και αργότερα, αν τύχαινε, όλο και ξάφριζε και κάποιο πορτοφόλι.
Στα δεκάξι του βρέθηκε στο Μαλεβύζι στα σταφύλια μαζί με τον Κόμπα σ’ ένα σκληρό αφεντικό. Όλα τα είχε κανονισμένα η μάνα του. Ήθελε να μην έχει «χαραμάδες» στα ερωτικά της τσιλιμπουρδίσματα και έτσι ξεφορτώθηκε τον Ραδάμανθυ που ήξερε τα πάντα. Έτσι περνούσαν οι μέρες και τα χρόνια και το χακί τού άνοιξε μια πόρτα φυγής. Εκεί δεν αισθάνονταν συνένοχος στα όσα βίωνε στο χωριό. Γνώρισε νέα πρόσωπα. Στο στρατό όμως γιγαντώθηκε η θλίψη και η ζήλεια του. Οι συγκρίσεις ήταν γκιλοτίνα. Δυστυχώς, δεν είχε λύσεις για να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα ως θεατής. Έτσι βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει στα ερωτικά δίκτυα μιας συνομήλικής του που τους ένωνε ένα ανυπέρβλητο κοινό: η ίδια κακή μοίρα.
Με συνοπτικές διαδικασίες έγινε ο γάμος καθώς ένα έμβρυο βρέθηκε στα σπλάχνα της κοπελιάς. Οι δικοί του, μόλις έμαθαν το «συγκλονιστικό» νέο, χάρηκαν, όχι επειδή ο Ραδάμανθυς θα έβρισκε το δρόμο του… αλλά ο μεν Κόμπας δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τα γεγονότα, αν και στο αθώο του μυαλό υπήρχαν και κάποιες υπόνοιες ότι, ο Ραδάμανθυς είναι σπορά κάποιου άλλου, γιατί η σωματοδομή και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, όπως συνήθως συμβαίνει με τα μπάσταρδα, ήταν προκλητικά ανόμοια με τα δικά του, η δε μάνα μάλλον ένιωθε λύτρωση από την ενοχλητική του παρουσία.
Σ’ ένα ερημοκλήσι στα Τζουμέρκα έγινε ο γάμος, στον οποίο, εκτός του παπά και του κουμπάρου, παρέστησαν και η μάνα της νύφης με μια ξαδέρφη της. Ο «πεθερός» ήταν έγκλειστος σε κάποιο τρελάδικο. Μετά από δυο μήνες γεννήθηκε ένα σοκολατί κοριτσάκι που το βάπτισαν με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς πολλά – πολλά. Τότε συνειδητοποίησε ο Ραδάμανθυς ότι η σπουδή του να νοικοκυρευτεί ήταν ένα πρόσκαιρο ερωτικό λάθος, που τον έσπρωξε το αμαρτωλό ποιον της μάνας του.
Είχε την εντύπωση πώς θα ξεχνούσε, πώς θ’ άλλαζε σελίδα. Παρά τον προσεχτικό ενταφιασμό του παρελθόντος κάθε τόσο έβγαιναν από τη κοιμητήριο της ψυχής του οι μνήμες και, ώρες – ώρες ένιωθε τα ίδια ψυχικά ρίγη που τον συντάρασσαν και στο χωριό.
Όσο κι αν προσπάθησε δεν τα κατάφερε να πλαστογραφήσει τα γεγονότα, τα οποία ήταν ένα ενεργό ηφαίστειο.
Αφού τέλειωσε το στρατιωτικό προσπάθησε να αφοσιωθεί στην οικογένεια, αλλά η χημεία του δεν ταίριαζε με της γυναίκας του. Τις αποφάσεις του τις πήρε μια ημέρα που δούλευε στην οικοδομή. Την επομένη αμπαλάρισε φύρδην – μύγδην λίγα ρούχα και πήγε κατευθείαν στο ΚΤΕΛ της Άρτας. Για πού όμως; Άγνωστος ο προορισμός….
Ο Κόμπας δεν ένιωθε τα όσα του συνέβαιναν. Ζούσε μέσα στην αγαθότητά του, χωρίς να σπουδαιολογεί τα πράγματα.
Η κερά του συνέχιζε να ανεβοκατεβαίνει… τρένα ώσπου βρήκε έναν λεχρίτη, που λίγο διέφεραν, κι άραξε. Δεκάρα δεν έδινε για το πού βρίσκεται ο Ραδάμανθυς, αν τη χρειάζεται κι αν είναι καλά. Ένα μόνο την ενδιέφερε: να ναι γεμάτα τα σκέλια της!
Ο Ραδάμανθυς έτσι όπως είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο τζάμι του λεωφορείου έφερε στο μυαλό του τη Βιάννο, τα παιδικά του χρόνια, τα Λιβάδια, το «μπουρίκο» ένα συμπαθέστατο γέρικο γαϊδουράκο πούχαν κληρονομήσει απ’ τον παππού του. Έκλεισε τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε…
Ξύπνησε όταν τους κατέβασαν στο Αντίριο για να μπουν στο φέριμποτ. Ανέβηκε στην καντίνα, παρήγγειλε ένα σκέτο διπλό καφέ και κάθισε στο κατάστρωμα. Άναψε ένα μάλμπουρο και το βλέμμα του καρφώθηκε στο ενετικό φρούριο. Οι ώρες όταν είναι βουτηγμένες στη θλίψη είναι βαριές κι ασάλευτες. Και το μικρό πλοίο δεν έλεγε να ξεκινήσει. Ύστερα θυμήθηκε πώς δεν είχε προορισμό! Η Βιάννος ήταν στο βάθος του μυαλού του σαν μια κουρσεμένη πόρνη. Τότε ήρθε δίπλα του και κάθισε μια πανέμορφη γυναίκα η οποία του ζήτησε φωτιά. Καθώς ο αναπτήρας άναψε πρόσεξε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Σαρκώδη χείλια, βαθιά γαλάζια εκφραστικά μάτια και μια ελιά στο αριστερό του μετώπου. Κι άλλη παγίδα, σκέφτηκε ο Ραδάμανθυς. Το πλοίο σφύριξε τρεις φορές κι ύστερα σαλπάρισε. Τα αφρίζοντα απόνερα άφηναν πίσω τους το Αντίρριο όπως και το σύντομο πρόσφατο τραυματικό παρελθόν του Ραδάμανθυ.
Η κοπέλα τον κοίταξε ερευνητικά στα μάτια κι ύστερα του λέει: «Έχεις μια θλίψη που με προκαλεί».
Ο Ραδάμανθυς απλά συγκατένευσε αλλά με ευγένεια δεν άφησε άλλα περιθώρια συζήτησης.
…Στο χωριό συνέβηκαν θεαματικές αλλαγές. Ο Κόμπας έφυγε από το σπίτι της ακολασίας, γιατί δεν άντεχε άλλο τα καθέκαστα. Έτσι, βρήκε την ευκαιρία η μάνα του Ραδάμανθυ και σπίτωσε έναν από τους παστρικούς της.
Ο Κόμπας, μετακόμισε σ’ ένα συγγενικό μετόχι κι εκεί διαβίωνε σε συνθήκες πρωτόγονες.
Η πνευματική του ένδεια ήταν ισχυρό αντίδοτο στις κακοτοπιές αυτές. Γι’ αυτό, ούτε το τραγούδι ούτε και τις ψαλμωδίες σταμάτησε. Έπινε τις ρακές του κι ύστερα το ’ριχνε στο τραγούδι…
….Το πλοίο πλησίαζε στις ακτές του Ρίου κι ο Ραδάμανθυς κοίταξε για στερνή φορά το αγγελικό πρόσωπο της κοπέλας. «Δεν ξέρω αν ξανασυναντηθούμε, αλλά είσαι πολύ νέος για να αφήσεις τη θλίψη να ακυρώνει τα νειάτα και την ομορφιά σου», του είπε με τη ζεστή, γεμάτη τρυφερότητα και ερωτισμό φωνή της.
Τότε αφυπνίστηκε ο Ραδάμανθυς.
«Όχι, αγαπώ τη ζωή και θα κάνω τα πάντα να κερδίσω όσα στερήθηκα» της είπε με σταθερή-κοφτή φωνή. Καθώς κατέβαιναν τον καταπέλτη, ο Ραδάμανθυς άρπαξε το βαρύ σακβουαγιάζ της κοπέλας και κατευθύνθηκαν προς τη στάση του αστικού. «Πώς σε λένε»; Ρωτά με ευγένεια. Χαρά, με λένε. Δηλαδή, Χαρίκλεια, με βάπτισαν αλλά με φωνάζουν Χαρά, απάντησε η κοπέλα. «Εγώ δεν έχω προορισμό» λέει ο Ραδάμανθυς, «εσύ πού πάς»; «Εγώ πηγαίνω Αθήνα, και πρέπει να μπω στο λεωφορείο αυτό» και δείχνει το αστραφτερό όχημα.
Ο Ραδάμανθυς χωρίς να το καταλάβει μπήκε κι αυτός στο ίδιο λεωφορείο. Στο μυαλό του στριφογύριζαν χίλιες σκέψεις. Σκεφτόταν τον Κόμπα, ενώ γνώριζε ότι δεν ήταν ο πραγματικός του πατέρας. Δεν ήταν μονάχα η λύπηση, αλλά τού αναγνώριζε μια αξιοζήλευτη αθωότητα όπως και το διαρκές ενδιαφέρον του προκειμένου να μεγαλώσει τα παιδιά, δικά του και ξένα. Σκεφτόταν την κόρη του που, πιθανόν, δεν θα ξανάβλεπε. Όχι, δεν ένιωθε τύψεις που έφυγε σαν κλέφτης. Φόρεσε τη σκηράδα της πέτρας γιατί διαπίστωσε πως με την αθωότητα δε προχωρείς. Ήθελε να περπατήσει τη ζωή χωρίς να έχει δίπλα του σκιές.
Με τις σκέψεις αυτές ούτε που κατάλαβε ότι το λεωφορείο, έφτασε στην Κηφισού. Η Χαρά δίπλα του, τον κοίταξε βαθιά κι επίμονα σαν να περίμενε να της πει: Θα ξαναβρεθούμε;
Ο Ραδάμανθυς πήρε το βλέμμα του γιατί δεν είχε απάντηση.
Τη χαιρέτησε με σπουδή και βγήκε στη Λιοσίων. Περπατούσε χωρίς να ξέρει πού πάει. Η Αθήνα ήταν γι’ αυτόν απλά η πρωτεύουσα. Είχε κάποιους συγγενείς του Κόμπα αλλά ούτε που γνώριζε το πού έμεναν. Έτσι, σαν τη δόξα μονάχος, περπατούσε μέχρι που έφτασε στην Πλατεία Αττικής. Εκεί ρώτησε «πώς πάνε στον Πειραιά». Του εξήγησαν από πού να πάρει τον ηλεκτρικό κι εκείνος υπάκουε στην έλξη της ψυχής του να μπει στο πλοίο της γραμμής και να φτάσει στη γενέθλια γη.
Θέλει πολλή γενναιότητα για να μπορείς να ξεφύγεις από τις ρίζες σου. Ο Ραδάμανθυς ήταν γενναίος αλλά όχι τόσο όσο να σβήσει το παρελθόν. Έπιασε τη γομολάστιχα κι έσβησε μια παράγραφο. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Γιατί ό,τι έχει γραφτεί δε θα σβήσει ποτέ! Υπάρχει κι αυτό το κρυφό πέι-μπουκ της μνήμης, κάτι σαν σκληρός δίσκος που, ερήμην σου, αποθηκεύει τα πάντα.
Το πλοίο έφυγε. Το παρόν με το παρελθόν συνέχισαν να τσακώνονται, κι ο Ραδάμανθυς κοιτούσε αμέτοχος λες κι ήταν φιλοξενούμενός τους. Οι όποιες προσπάθειες που έκανε για συμφιλίωση, έπεσαν στο κενό. «Πάντα το τώρα νικάει το πριν» έλεγε και ξανάλεγε, ο Ραδάμανθυς, σιχτιρίζοντας το παρελθόν. Άλλωστε ο Ενεστώτας είναι ο αρχηγός των γραμματικών χρόνων. Κάνοντας όλες αυτές τις σκέψεις, τον πήρε ο ύπνος εκεί στο κάθισμα του σαλονιού, ώσπου άκουσε ένα χτύπημα στο ώμο. Άνοιξε δειλά τα νυσταγμένα του μάτια και βλέπει το Δήμο, ένα παιδικό του φίλο και συγχωριανό. Είχαν να βρεθούν πολλά χρόνια, αφού ο Δήμος μόλις τέλεψε το δημοτικό έφυγε για το Ηράκλειο όπου μάθαινε μηχανουργός. «Πού είσαι ρε φίλε»; Ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον τον Ραδάμανθυ.
Άσε με εμένα, τα δικά σου πες μου. Πρώτα απ’ όλα πες μου νέα από τη Βιάννο.
Όπως τα ήξερες, απάντησε ο Δήμος, αγνοώντας ότι ο Ραδάμανθυς είχε τουλάχιστον τρία χρόνια να έχει οποιαδήποτε σχέση και επαφή με τη Βιάννο. Από το Δήμο έμαθε πώς ο Κόμπας δε ζει πια…
Μελαγχόλησε. Η εκδοχή αυτή δεν του ’χε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό. Ο Κόμπας σφηνώθηκε στα μάτια του έτσι κακοσουλούπωτος και άκακος, όπως ήταν.
Τον αγαπούσε πολύ τον Κόμπα, άσχετο πώς δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να του το ομολογήσει. Ένα δάκρυ κύλησε ντροπαλά κι εκείνος έσπευσε να το σκουπίσει διακριτικά χωρίς να το δει ο φίλος του. Θυμήθηκε τα παιδικά χρόνια όταν ο πατέρας γυρνούσε απ’ το μεροκάματο κουρασμένος και λερός αλλά πάντα κεφάτος. Το αστείο μουτράκι του είχε ένα μόνιμο πονηρό γελάκι ενώ στα χαϊδέματά του δε μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς έλεγε. Είχαν ένα περίεργο τρυφερό ύφος που όμως έμοιαζαν περισσότερο με κορακίστικα. Στις τσέπες του όλο και κάποια καραμέλα υπήρχε που προοριζόταν για τον Βενιαμίν του. Έτσι νόμιζε ο Κόμπας, ότι ο Ραδάμανθυς ήταν απ’ το δικό του σπέρμα.
Όλα αυτά ήταν ένας ανεμοστρόβιλος στο μυαλό του Ραδάμανθυ και, προς στιγμή, ξέχασε την ύπαρξη του συμμαθητή του. Αυθόρμητα του ζήτησε συγνώμη και βγήκε έξω στο κατάστρωμα. Δεν είναι εύκολο για ένα άντρα να κλάψει φωναχτά μπροστά σε άλλους. Κι αυτός ένιωθε να πνίγεται. Μόλις που πρόλαβε κι άνοιξε την πόρτα κι ένα μουγκρητό ξεχύθηκε στα νερά της Φαλκονέρας. Δεν υπάρχει πιο ειλικρινές πένθος από το δάκρυ που χύνεται στη θάλασσα. Δεν θα ήτανε διαφορετικά η θάλασσα τόσο άγρια και ταυτόχρονα τόσο λάγνα!
Ο Ραδάμανθυς, χωρίς να το θέλει, κατέστησε πληρεξούσια τα μάτια του κι αυτά έβγαλαν από μέσα του όλο το πένθος. Με τον τρόπο αυτό κήδεψε τον Κόμπα.
Έκλαιγε ώρα πολλή. Έως ότου τελειώσει η μέσα του εξόδιος ακολουθία.
Ξαφνικά ένιωσε το κοντέρ του χρόνου να έχει μηδενίσει. Γιατί τότε συνειδητοποίησε πώς ο μοναδικός άνθρωπος που τον θώπευσε με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια, δεν υπάρχει πια. Ακουμπισμένος στην κουπαστή κοιτούσε τα αφρίζοντα νερά του πελάγους καθώς τα φώτιζαν οι προβολείς λες και περίμενε να αναδυθεί ο Κόμπας! Ναι, ο Ραδάμανθυς τα έκανε όλα μαζί. Και την ταφή και την ανάσταση. Ό,τι αγαπάς δεν πεθαίνει ποτέ.
…Ο Ραδάμανθυς δεν θα επιστρέψει ποτέ στη Βιάννο. Πήρε μαζί του τον «Κόμπα του» και έκτοτε ζουν σ’ ένα χωριό της Μεσσαράς, μακριά από τα παρελθόντα – ξυράφια.
Σημείωση: Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία. Για ευνόητους λόγους, αναζήτησα τη συνδρομή του μύθου, ο οποίος άλλαξε τα ονόματα…
*Η εικόνα είναι από το Fractal