Συκολόγος, η αφετηρία του ταξιδιού
Ταξίδι στο Συκολόγο μιας άλλης εποχής
Η μάνα μου με γέννησε, τέλος της δεκαετίας του '50, στο σπίτι της στο Συκολόγο, ένα χωριό της επαρχίας Βιάννου, στο νομό Ηρακλείου, στη νότια Κρήτη. Ένα χωριό χτισμένο σε μια πλαγιά του όρους Δίκτη, στα 580 μέτρα υψόμετρο, που αιώνες τώρα κοιτά τη θάλασσα στο Λιβυκό πέλαγος να απλώνεται πέρα μακριά ως στην Αφρική και να ορίζει το βαθύ μπλέ των οριζόντων μου.
Στο χωριό αυτό σ' έφερνε από το βορρά ένας χωμάτινος, φιδωτός αμαξιτός αφού σε περνούσε πρώτα από εκτάσεις με αμπέλια και στη συνέχεια έξω από το δημοτικό σχολειό, που 'ταν χτισμένο λίγο πιο μπροστά από το χωριό, στον Αγκαθιά. Μπαίνοντας στο χωριό έβρισκες μια πλατεία, τεράστια μου φαινόταν μικρός, με τον πρίνο της σε μια άκρη της, ένα δεντροειδές πολύκλωνο πουρνάρι απ' όπου πήρε και το όνομα της ολόκληρη η πλατεία. Στον Πρίνο, λοιπόν, βρίσκονταν η βρύση απ'όπου πέρναμε νερό
με τα λαίνια και το πηγαίναμε στα σπίτια μας αλλά και ποτίζαμε τα ζωντανά όταν τα περνάγαμε απο εκεί για τη βοσκή. Στον Πρίνο βρίσκονταν επίσης τα 3-4 καφενεία του χωριού καθώς και τα λιγοστά καταστήματα του - ένα κουρείο εγκαταστημένο μέσα στο ένα καφενείο, το τσιγαράδικο του Πολύβιου λίγο πιο κάτω, ένα χασάπικο μετά, το παντοπωλείο-τηλεφωνείο του Γιαννάκου ακόμα πιο κάτω, στη καρδιά του χωριού. Απέναντι από το παντοπωλείο αυτό, ήταν το σπίτι μας- ίσως και γι' αυτό να πίστευα ότι το μαγαζί αυτό βρίσκονταν στη καρδιά, στο κέντρο του χωριού. Ο δρόμος που σ' έφερνε ως το χωριό, συνέχιζε στη συνέχεια ως λιθόστρωτο καλντερίμι να διασχίζει το χωριό κατεβαίνοντας την πλαγιά, τόσο στενό που σε μερικά σημεία του ίσα-ίσα χωρούσαν να περάσουν δύο ζώα φορτωμένα όταν συναντιόντουσαν από αντίθετη κατεύθυνση, μέχρι που έφτανε στο νότιο, τελευταίο άκρο του χωριού, στο Καβούσι, και ξαναγινόταν πάλι χωματένιος αμαξιτός. Στο μεταξύ είχε περάσει και από ένα άλλο καφενείο και το σιδεράδικο που ταν και μαγαζί του πεταλωτή και την κεντρική δίκλιτη εκκλησία του χωριού. Στη συνέχεια, αφού προσπερνούσε τον Άγιο Χαράλαμπο που βρισκόταν στο κοιμητήριο του χωριού, ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό, και το ξωκλήσι του Αφέντη Χριστού λίγο μακρύτερα, και αφού στη διαδρομή συναντούσε στην αρχή διάφορα κτήματα με καλοφροντισμένα περιβολάκια και οπωροφόρα δένδρα και ακολούθως εκτεταμένους ελαιώνες, έφτανε στον παραλιακό οικισμό Τέρτσα- το μετόχι του χωριού που μέναν οι Συκολογιανοί όταν χρειάζοταν να δουλέψουν τα χωράφια της περιοχής εκείνης. Κατά μήκος αυτής της διαδρομής οι μυρωδιές της φύσης σε χτυπούσαν κατά ριπάς ανάλογα με τα λουλούδια που συναντούσες στο δρόμο: πότε να μυρίζει φασκόμηλο και άγρια μέντα, πότε θυμάρι κι έρωντας αλλά και ασφόδελους και μανουσάκια και νάρκισσους ίσαμε τη θαλασσα, που ερχόνταν μυρωδιές κυρίως από κρίνα και άστρα της θάλασσας. Σ' ενα τοπίο λουσμένο στο φως, φως πλούσιο ζωντανό και χαρούμενο, που ξάνθιζε στο χώμα, που πρασίνιζε στις ελιές, που μπλάβιζε στη θάλασσα, που άσπριζε στα σπίτια. Και σωρευόταν κατά τόπους κίτρινο από τις σωρούς τα καμηλάκια ή κόκκινο από τις βιόλες.
Η κύρια δραστηριότητα των κατοίκων του χωριού, για εκατοντάδες χρόνια και μέχρι τη δεκαετία του 1960 -όπως και σε όλη την Κρήτη- ήταν η ελαιοκαλλιέργεια, που την ασκούσαν οι χωριανοί σε κτήματα που βρίσκονταν περιμετρικά του χωριού. Στα Τέρτσα, στη παραλιακή ζώνη, καλλιεργούνταν αρχικά σιτάρι και λίγο αργότερα υπαίθριες μπανανιές. Οι τελευταίες κάναν κάτι μικρές αλλά πεντανόστιμες μπανανούλες, που αποδίδαν οικονομικά παρά πολύ. Για τη προστασία μάλιστα της καλλιέργειας τους επιβλήθηκε για κάμποσα χρόνια η απαγόρευση εισαγωγής μπανάνας στην Ελλάδα από άλλες χώρες. Τις αγροτικές δουλειές, τότε, τις έκαναν όλα τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας μαζί, χειρωνακτικά, με τη βοήθεια των ζώων τους. Ζώα που ζούσαν σε στάβλους, στο κατώι ή δίπλα από το σπίτι της οικογένειας, που ήταν τις περισσότερες φορές πετρόκτιστο με σμιλευμένα υπέρθυρα και με ξύλινες εσωτερικές σκάλες, με βεράντες και πεζούλες σκιερές και με δοκάρια να κρατούνε τις χωμάτινες σκεπές τους, φτιαγμένο από τα ίδια τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας ίσως και με τη εθελοντική βοήθεια και άλλων. Και είχαν μια σάλα με τη κρεβάτα να κοιμούνται οι γονέοι, και μια μπαουλοκασέλα για τα προικιά αλλά και για την κοιμηθιά κάποιου παιδιού, και ένα τραπέζι να κάθονται να μιλούνε ή να τρώνε τα μέλη της οικογένειας, αλλά και οι μουσαφιραίοι όταν κονεύανε, τα φαγητά που ετοίμαζε η νοικοκυρά στη παραστιά σε μια γωνιά της σάλας. Μια αποθήκη, ακόμα, να βάζουν το λάδι και τις πατάτες τους και το στάρι τους συμπλήρωνε το σπίτι τους, στις περισσότερες των περιπτώσεων. Το ξύλο της ελιάς χρησιμοποιούνταν για να κάνει φωτιά να ζεστάνει το τσικάλι και πάλι το λάδι της ελιάς θα φώτιζε, σε λίχνους που το καίγανε, το εσωτερικό των σπιτιών σαν σωνώταν η μέρα κι ερχόταν το σκοτάδι.
Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού ήταν μεσαίου μεγέθους αγρότες, που καλλιεργούσαν μικρά ιδιόκτητα αγροτεμάχια, εκείνοι που ασκούσαν, παράλληλα με την αγροτική, και κάποια πρόσθετη επαγγελματική δραστηριότητα- όπως τσαγκάρης, σωμαράς, πεταλωτής- βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική και κοινωνική κατάσταση από τους υπόλοιπους. Ο κοινοτάρχης ή ο γραμματικός (γραμματέας) του χωριού -όπως ήταν ο δικός μου παππούς για μια σειρά χρόνων- ήταν δουλειές με ιδιαίτερο κύρος στο χωριό, που πρόσθεταν στο εισόδημα της οικογένειας. Κοντά στους τελευταίους και η μαία, ο παππάς, ο δάσκαλος και ο δραγάτης του χωριού- συνήθως ξενομερίτες αλλά και δικοί μας, που 'χαν ενσωματωθεί όμως πλήρως στην κοινωνία του χωριού. Τότες ακόμα έβρισκες
κάποιους, γέροντες συνήθως, να ναι ντυμένοι παραδοσιακά: με βράκα ή γκιλότα, μεϊτανογέλεκο, χακί ή μαύρο πουκάμισο, μαύρα-καλογυαλισμένα στιβάνια, και σαρίκι στο κούτελο τους. Και μια ποδιά δεμένη πίσω, με τις τσέπες της γεμάτες με διάφορα: ένα τσακάκι, λίγα χαρούπια ή μύγδαλα...
Οι κάτοικοι του χωριού κάλυπταν τις διατροφικές ανάγκες τους με τα δικά τους προιόντα και μόνο σποραδικά κατέφευγαν στον μπακάλη. Κινητήριος οικονομική δύναμη ήταν το λάδι, με το οποίο κάλυπταν τις καθημερινές ανάγκες τους, πουλώντας το οκά –οκά στον μπακάλη ή ανταλλάσοντας το με άλλα προιόντα. Μιά ή δυό φορές τη βδομάδα ερχόταν ο φούρναρης από ένα διπλανό χωριό και έφερνε ψωμί σε φρατζόλες ή κουλούρες ενώ κατά καιρούς ερχόντουσαν και άλλοι έμποροι από την Βιάννο ή το Ηράκλειο με εμπορεύματα ένδυσης, υπόδησης, ψαρικά, ακόμα και υπαίθριο κινηματογράφο στήνανε στον Πρίνο μερικές φορές, που τον παρακολουθούσε όλο το χωριό μαζί.
Η ζωή στο χωριό ήταν φτωχή και είχε στερήσεις μολονότι εγώ, σαν παιδί, δεν τις καταλάβαινα. Εγώ, όλη τη περίοδο που μεινα στο χωριό, δηλαδή μέχρι που έγινα πέντε χρονών, θυμάμαι όλημερίς να γυρνάω στο χωριό, στα χωράφια έξω από αυτό, να παίζω με άλλους και να σταματώ μονάχα όταν ήταν να φάω το ξύγαλο με το κουμπανάκι και τις ελιές που μου δίδανε ή το χαρούπι, τ' απίδια ή τα μύγδαλα, που μου δίνανε. Τις αγροτικές δουλειές τις θυμάμαι θολά, να γίνονται από τους άλλους, θυμάμαι ιδιαίτερα το μάζεμα της ελιάς απο τα μουρέλα και το πήγαιμα της στο ελαιοτριβείο, τα στάχυα που έπρεπε να κοπούν και να μπούν στα αλώνια, που περίμεναν καρτερικά οι αλωνάρηδες τον ούριο άνεμο για να λιχνίσουν και να βγάλουν τον καρπό, το σιτάρι ή το κριθάρι, που θα τους έδινε το ψωμί, την καλλιέργεια του μποστανιού, το άπλωμα του τραχανά ή της ντομάτας στη ταράτσα να λιαστεί για να διατηρηθεί το χειμώνα, τα ρακοκάζανα που στήνονταν για την τσικουδιά του χρόνου. Την ενασχόληση με τα ζώα, το πήγαιμα τους για βοσκή το πρωί και το πισωγύρισμα τους το βράδυ, την οδήγηση τους στον τράγο που μύριζε βαρβατίλα μια φορά το χρόνο, και αργότερα το κούρεμα των προβάτων και το γνέσιμο του μαλλιού που ακολουθουσε. Το πλέξιμο του μετά στον αργαλειό για τις ανάγκες της οικογένειας και την προίκα των κοριτσιών ή το φούρνισμα του ψωμιού που έσπαγε τα ρουθούνια και η καθημερινή λάτρα του σπιτιού με το δυσεύρετο νερό και το σκούπισμα του χωμάτινου πατώματος του. Αλλά και το κυριακάτικο εκκλησίασμα που συναντιόντόμασταν όλοι με τα καλά μας, και το καφενείο με τις φωτογραφίες του Βασιλιά Παύλου, του Μουντόκωστα και του Καζαντζίδη που καταλήγαμε όλοι μετά τη λειτουργία για τον καφέ ή ένα υποβρύχιο για τους μικρότερους. Το γλέντι σε κάποιο γάμο, τη τεμπελιά, το διάβασμα της εφημερίδας, ένα ταξίδι στο Ηράκλειο, στη Βιάννο ή στην Γεράπετρο για δουλειές ή για επίσκεψη σε γιατρό, το καθησιό στα πλαινά της καρέκλας με το χέρι να στηρίζεται στο τελευταίο ξύλο της πλάτης και αυτό να στηρίζει το κεφάλι κάτω από ένα αρμυρίκι στην παραλία στα Τέρτσα, το παιχνίδι των παιδιών μέσα στα χωράφια με τις βρεγμένες από τη βροχή ελιές ή άλλοτε με τις ελιές γεμάτα τζιτζίκια, την ησυχία που την διέκοπταν μόνο τα μουγκανητά των ζώων, τις αυτοσχέδιες αποσπερίδες που στήνονταν στην γειτονιά με τον Γιώργη τον λυράρη που ήτανε ταυτόχρονα και μελισσοκόμος, που τραγουδούσαμε όλοι μαζί και φέρναν κοντά μας μέχρι και το Μελτή το κουτσό που χε χάσει το πόδι του στον πόλεμο της Αλβανίας κι από τότε είχε χωρίσει σχεδόν από τον κόσμο. Τον ύπνο που κάναμε τη νύχτα, στην ζεστή από τον ολοήμερο ήλιο ακόμα αμμουδιά δίπλα από το κύμα της θάλασσας, όλοι μαζί οι κάτοικοι του χωριού όταν κατεβαίναμε στο πανηγύρι του Αη Γιώργη στα Τέρτσα, μαζεμένο ολο το χωριό ανα οικογένειες, να μου δείχνει ο παππούς ο Στέλιος τους αστερισμούς στον ουρανό και να κουβεντιάζουμε, και όταν κουραζόμαστε από τις κουβέντες και ήταν να κοιμηθούμε, καληνυχτίζαμε ο ένας τον άλλον πριν κοιμηθούμε, και άκουγες από τη μια άκρη της παραλίας στην άλλη τα καληνύχτα που ανταλάσσαν οι οικογένειες μεταξύ τους, και παίρναμε χαρά και ζούσαμε! Η ζωή στο χωριό, ο κοινός μας βίος, η κοινότητα μας, η συλλογικότητα μας, η ομάδα μας, τα “εμείς”, όλα αυτά τα σημαντικά “εμείς” που διατηρεί καθένας μέσα του, προσωπικές μνήμες δηλαδή σημαντικών άλλων ανθρώπων, αντικειμένων, συμπεριφορών και τόπων, που προσφέρουν καταφύγιο και ασφάλεια, υποδεικνύοντας ένα τρόπο να ανήκεις στον κόσμο και ταυτόχρονα το νόημα του κόσμου τούτου.
Όλα αυτά, που είχαν κρατήσει εκατοντάδες χρόνια, από τις αρχές του 1960 και μετά, άρχισαν να αλλάζουν. Όσοι δεν φύγαν εσωτερικοί μετανάστες σε μεγαλύτερες πόλεις, στο Ηράκλειο ή στην Αθήνα, μεταφέραν την αγροτική τους δραστηριότητα στην παραλιακή ζώνη, καλλιεργώντας ντομάτα και άλλα πρώιμα κηπευτικά για εμπορική εκμετάλλευση. Σταματώντας προοδευτικά να 'ναι για αυτούς πρωτεύουσα η καλλιέργεια της ελιάς και η εκπλήρωση μόνο των οικογενειακών αναγκών. Αυτή η αλλαγή επέβαλλε μεγάλα οικονομικά κόστη- τις γεωτρήσεις, τα θερμοκήπια, τα χιλιόμετρα λάστιχων για μεταφορά νερού κλπ- και δέσμευση των καλλιεργητών από τις τράπεζες. Όπως και δημιουργία νέων κατοικιών στους νέους τόπους της δραστηριότητας τους, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί και να παρακμάσει ο Συκολόγος, όπως και τα υπόλοιπα ορεινά χωριά της περιοχής. Τα άλλοτε πολυπληθή δημοτικά σχολεία των χωριών αυτών έκλεισαν, τα παραδοσιακά καφενεία έγιναν αποθήκες και κάθε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα
καταργήθηκε και οι ελάχιστοι εναπομείναντες κάτοικοι άρχισαν πλέον να κατοικούν μόνιμα στα παράλια, συνδυάζοντας την διαβίωση τους με την απάσχόληση τους στον τουρισμό. Η εναπομείνουσα αγροτική δραστηριότητα της ελαιοπαραγωγής στην
περιοχή εξαρτήθηκε απολύτως από μουσαφιρέους εργάτες μετανάστες, Αλβανούς, Βούλγαρους κ.α. αφού δεν βρισκόταν πλέον κανείς ντόπιος διάθέσιμος και το ίδιο συνέβη και με την καλλιέργεια των πρώιμων κηπευτικών και με αυτό τον τρόπο, μετατράπηκαν σιγά-σιγά και οι ντόπιοι ιδιοκτήτες από αγρότες σε επιχειρηματίες.
Σήμερα, στους άγριους χειμώνες που δεν εκουντουρίζουνε, τα σκισμένα παραπέτα των θερμοκηπίων, οι σωροί πλαστικών σωλήνων του νερού και οι μοναχοποιημένοι ανθρώποι μέσα στα ζεστά από καλοριφερ σπίτια τους που βρίσκονται μόνοι στα Τέρτσα, έχουν ως μόνη συντροφιά το κύμα της αγριεμένης θάλασσας που αφρολυσσά καθώς έρχεται από το πέλαγος και πέφτει πάνω στα βράχια και τις τσίγκινες διαφημιστικές πινακίδες στην αμμουδιά που γράφουνε RENT ROOMS! Και στο τραπέζι φαίνεται ανοιχτός ο υπολογιστής τους, να περιμένει κάποιο e-mail!
*Ο Νίκος Μπιλανάκης είναι ιατρός-ψυχίατρος
**Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν τον Νοέμβριο του 2006 από τον Μανώλη Σπανάκη