Στην Αγιά Κατερίνα...


«Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός, διότι φως τα προστάγματά σου επί της γης».
Η φωνή του Σπανογιωργιού έφτανε στ’ αυτιά μας, γλυκιά, σαγηνευτική και παλλόμενη, όπως το σήμαντρο του μοναστηριού.
Από το μεσημέρι της Κυριακής των Βαΐων,
ο παπά-Αλέκος, ένας ιερουργός που τίμησε όσο λίγοι το ράσο του, έβαζε μπροστά στις εικόνες του τέμπλου τις μαύρες, πένθιμες κουρτίνες, σημάδι πως άρχιζε η εβδομάδα του πένθους.
Ο ίδιος, για μια βδομάδα, ξεχνούσε τον γενικά εύθυμο εαυτό του και στην όψη του ήταν διάχυτη η θλίψη, ενώ κάθε βράδυ στις αγρυπνίες φορούσε τα πένθιμα, μωβ άμφια. Το πένθος των μαυροφορεμένων εικόνων και η θλίψη του παπά-Αλέκου διαχέονταν, μ’ ένα μαγικό τρόπο, σ’ ολόκληρο το εκκλησίασμα. Ένιωθες το βάρος τους πάνω στους ώμους σου, αλλά πιο πολύ μέσα στην ψυχή. Στο δυσβάσταχτο αυτό συναισθηματικό φορτίο, συντελούσε και η βαριά συννεφιά που – περιέργως – υπήρχε ολόκληρη την εβδομάδα του Θείου Πάθους, προκαλώντας μιαν ανεξήγητη σωματική και ψυχική καχεξία.
Πάνε πενήντα χρόνια από τότε, αλλά η μνήμη κρατεί σφιχτά στην αγκαλιά της, όλα εκείνα που σημάδεψαν την παιδική μας αθωότητα και μας μπόλιασαν με ό,τι ονομάζουμε παράδοση.
Η Αγία Αικατερίνη στο Σωρό της Άνω Βιάννου, εκτός από «αγία-προστάτιδα» της γειτονιάς μας, ήταν και το σημείο αναφοράς μας, ή κάτι σαν την «Αυλή των θαυμάτων».
Στην αυλή της ήταν το πιο επίπεδο γήπεδο, με τον θείο τον Παντελή να ωρύεται, αφού τα παιδιά συχνά αναγκαζόμασταν να ανεβοκατεβαίνουμε στα δώματά του και, άθελά μας, να προκαλούμε ζημιές στα μεσοδόκια και στις χωμάτινες στέγες.
Ο Ζαχαρίας και ο Γιάννης της Χρυσούλας, ο Μιχάλης της Καντίκως, ο Μιχάλης του δασκάλου, ο Γιώργης ο Σπανής, ο Μανόλης της Αντώναινας, ο Δημήτρης της Ιωάννας κι ο Σάββας, ο μακαρίτης ο Δημήτρης της Καλλιόπης κι ο αδελφός του ο Αρίσταρχος, ο Ιδομενέας κι ο Πέτρος του Ντεμάλα, ο Νικήτας κι ο Γιάννης του παπά – Αλέκου, ο Μίμης της Βαγγελίας κι ο Σήφης, είχαμε παραλάβει τη σκυτάλη από τους μεγαλύτερους μας, το Γιώργη και το Μιχάλη Πλαντζουνάκη, το Δημήτρη του Σκαρβελά, τον Αλκιβιάδη, το Γιάννη το Γαρέφαλο, τον Αντώνη του Κοντονασογιάννη, το Νικολή του Καλαϊτζή, το Νικολή του παπά- Αλέκου, τους μακαρίτηδες Μιχάλη του Αντώνη του Ταιράκι, Δημήτρη του Καδιανού, Γιώργη Μαράκη και το Γιάννη το Γρυλλιώνη. Αρχέγονη πρακτική «παράδοσης και παραλαβής» χωρίς πρωτόκολλα και τελετουργικά, από γενιά σε γενιά. Οι μικροί υποτάσσονταν σιωπηλά στους μεγάλους, καθώς (και τότε) ήταν σε ισχύ ο νόμος του ισχυρού.
Στην πανέμορφη και ιστορική εκκλησία δεν έπεφτε καρφίτσα. Μόνο οι ασθενείς και οι οδοιπόροι ήταν δικαιολογημένα απόντες! Όλοι οι υπόλοιποι «ένοικοι» της ευλογημένης γειτονιάς ήταν παρόντες. Στο ψαλτήρι υπήρχε το αδιαχώρητο, ενώ δεν έλειπαν και τα «σπρωξίματα» για το ποιος θα πει τι! Το Σπανογιωργιό σε ρόλο πρωτοψάλτη, ο Παντελής, συνεπικουρών, με τη στεντόρεια φωνή του κι από δίπλα ο Γιώργης, ο Μωυσής, με την παροιμιώδη ορθοφωνία και τη γλυκιά φωνή, ο πράος Γιαννακοδημήτρης, ο δάσκαλος ο Καρτσάκης, ενώ το «κύματι θαλάσσης», αρέσκετο να ψάλλει κι ο Μιχάλης ο Κουφαλίτης. Στο πρώτο στασίδι, μια σεβάσμια μορφή, ο δάσκαλος ο Καδιανάκης, που γνώριζε απ’ έξω όλα τα τροπάρια, τους κανόνες και τις καταβασίες. Ο γυναικωνίτης, ασφυχτικά γεμάτος, με την Ανδριάνη, την Πηνελόπη, το Ρηνάκι, τη Μαριγώ και την Αριάδνη, την Κοντυλομαρία και τη Χρυσή, σε πρώτο πλάνο. Μπροστά στον κυρίως ναό, η ευθυτενής κορμοστασιά του Σκαρβελομανώλη ξεχώριζε εμφανώς, και δίπλα στα στασίδια ο Αριστοτέλης, ο Νικολής του Αριστείδη, ο Αντώνης της Καλογράς, ο Νυφοδωρογιάννης, ο Σπανοχαραλάμπης, ο Καρτσοκωστής κι ο Καρτσοδημήτρης. Στο παγκάρι, οι Ενοριακοί Επίτροποι, ο Πολύβιος, ο Μανόλης ο Κονδονασάκης, ο Γιάννης ο Σπανάκης και ο Βασίλης ο Δασκαλάκης, και στο δεξιό κλείτος οι νεότεροι της γειτονιάς. Ο Μιχάλης της Μπονολοπούλας, ο Γιάννης του Αθρωπάκι, ο Γιώργης ο Κλητήρας, ο Αντώνης του Ταιράκι, ο Θεόφιλος κι ο Μιχάλης του Προφτοστέργιου. Τι κόσμος, Θεέ μου, και πού πήγαν τόσοι άνθρωποι! Τα παιδιά, δεν αντέχαμε τόση ώρα ορθοστασία και τις περισσότερες βραδιές βρισκόμασταν έξω, στην «αυλή μας». Εκεί, παίρνονταν οι «μεγάλες αποφάσεις» για την αρχαία τελετουργία του καψίματος του Ιούδα, για το ποιοι θα φέρουν τα μπαλταδάκια και τους σάρακες, πού θα πάμε να κόψουμε κατσοπρίνια, πού έχει φουντάλια για να κλέψουμε, ποιοι θα τα μεταφέρουνε και (κυρίως) ποιοι θα τα φυλάνε από τα Πλακιωτάκια και τα Πλαταιάκια, καθώς η ανταγωνιστικότητα μεταξύ των ενοριών ξέφευγε, ενίοτε, από τα πρέποντα και κάπου – κάπου έπεφταν και ορισμένες… ψιλές! Στην αυλή αποφασιζόταν και το πώς θα φτιάξουμε τα παλντατζίκια και πού θα βρούμε «πυρομαχικά» για τον «πόλεμο» της ανάστασης. Τη Μεγάλη Πέμπτη φτάναμε στην κορύφωση του Θείου Δράματος. Μετά το βασανιστικό πρώτο ευαγγέλιο, πλησιάζαμε προς τη σταύρωση! Ο παπά-Αλέκος έβγαινε από το Ιερό, σηκώνοντας έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό, κατασκευής Μανόλη Παπαδογιάννη (Συρκούφ), με τρία μεγάλα κεριά να ανάβουν ψηλά και τον Εσταυρωμένο πάνω. Η βροντώδης φωνή του ιερέα έψελνε το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» και κάθε πρόταση επαναλαμβανόταν από τους ψάλτες. Όταν τέλειωνε το τροπάριο, ο σταυρός τοποθετείτο στην ειδική πελεκητή βάση και άρχιζε η τοποθέτηση των στεφανιών.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, στο «παιγνίδι» έμπαιναν και τα κορίτσια. Τα αγόρια πηγαίναμε στο Μπαλέμιδο, απ’ όπου κουβαλούσαμε δεμάτια τις μυρτιές, ενώ τα κορίτσια ξαμολιούνταν στα λιβάδια και στις πλαγιές για να βρουν λουλούδια! Λίγο πριν το μεσημέρι ο βαρύς επιτάφιος ήταν πανέμορφα στολισμένος και ευωδιαστός, από τις μαχαιρίδες, τα ζουμπούλια, τους λεμονανθούς και τους κρίνους. Μοιραία έρχονται οι συγκρίσεις με το θλιβερό μας σήμερα που, δυστυχώς, το στολισμό των επιταφίων αναλαμβάνουν γραφεία στολισμών, μ’ αυτά τα άοσμα, ψεύτικα και απεχθή (υποτιθέμενα) λουλούδια!
Μετά το στολισμό του επιταφίου, τέσσερις πρόσκοποι ήρθαν με τη στολή και τα κοντάρια τους, για να «φυλάνε το σώμα του Ιησού», το οποίο σε λίγο που θα γινόταν η αποκαθήλωση, ο δάσκαλος Μανόλης Καδιανάκης, σε ρόλο Ευσχήμονος Ιωσήφ, θα το τοποθετούσε πάνω στην κατάλευκη σινδόνη και κατόπιν εντός του επιταφίου. Το βράδυ ήταν η μυσταγωγία των εγκωμίων, με τις νεανικές χορωδίες να αποδίδουν θαυμάσια το «Η ζωή εν τάφω» και το «Άξιον Εστί». Αμέσως μετά άρχιζε η περιφορά του Επιταφίου, που πήγαινε και στο πλέον απόμακρο σπίτι της Ενορίας. Ψηλά, στης Γαλάνθης το μύλο κι ύστερα πέρα προς των Πέτρηδων, Αγιά Πελαγιά, στα καφενεία και τα μπακάλικα, κάτω από του Τίτου και κατερχόμασταν στην πλατεία όπου συναντιόμασταν με τον επιτάφιο του Μιχαήλ Αρχαγγέλου. Στο σημείο εκείνο, παπά - Γιάννης και παπά - Αλέκος έψελναν από κοινού «αίτηση» και κατόπιν οι επιτάφιοι έπαιρναν ξανά το δρόμο προς τις ενορίες τους. Εμείς πηγαίναμε προς τον Κάτω Μύλο και το Προφήτηδω, και άρχιζε η επιστροφή προς την Αγία Αικατερίνη.
Το Μεγάλο Σάββατο μοιραζόμασταν τις μυρωμένες βιόλες. Εν τω μεταξύ, από το μεσημέρι της Μεγάλης Τετάρτης έπιαναν δουλειά οι ξυλόφουρνοι. Όλες οι νοικοκυράδες, είχαν τελειώσει με τα ασπρίσματα και την καθαριότητα και άρχιζε το πανάρχαιο έθιμο της λαϊκής ζαχαροπλαστικής. Το χάσικο αλεύρι, το ζύμωμα, οι ντόπιες μυζήθρες, το πλάσιμο των καλιτσουνιών και των τσουρεκιών, με μια καταπληκτική μαεστρία και απίθανα ξόμπλια, αληθινά χειροτεχνήματα. Δυστυχώς, στις μέρες μας, απωλέσαμε και αυτό το πανέμορφο έθιμο και κάποιοι αγοράζουν τσουρέκια από το… Μάκρο!
Η εικόνα των γυναικών να σηκώνουν τις λαμαρίνες με τα γλυκίσματα στα ασπρισμένα στενά, είναι ακριβή ανάμνηση που πολλοί έχουμε φυλάξει διαπαντός στο χρηματοκιβώτιο της μνήμης μας. Οι φούρνοι της Αριστοτέλαινας, της Μαρίας του Πετρογιάννη και της Πλαντζουνάκαινας εργάζονταν νυχθημερόν, ασταμάτητα. Οι ευωδιές των ψημένων γλυκισμάτων ήταν διάχυτες στην ατμόσφαιρα, ερεθίζοντας τις ευαίσθητες οσφρήσεις των στερημένων παιδιών, αλλά και (κυρίως) σκανδαλίζοντας τα γουργουρίζοντα από νηστεία, γιατί όχι και από πείνα, στομάχια μας.
Αργά το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου όλοι ήμασταν επί ποδός. Στις 11:00 τη νύχτα ο παπά-Αλέκος, γνωστός εραστής της καμπάνας, άρχιζε τις «αρές και βαρές» καμπανιές. «Τρικάμπανο επιβάλλει σήμερα η ημέρα» έλεγε και γελούσαν και τα γένια του! Ο παπά - Αλέκος ζούσε την κάθε γιορτή. Το πένθιμο ύφος που είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεγαλοβδομάδας, εξαφανιζόταν και στο πρόσωπό του εμφανιζόταν η χαρά, ώστε κάποιες φορές να δημιουργούνται οι γνωστές γελαστές γκριμάτσες. Οι μαύρες κουρτίνες έφευγαν από τις εικόνες και ο ίδιος φορούσε τα κατάλευκά του άμφια. Μια ακόμη δοκιμασία έφτανε στο τέλος της. Τη «Σταύρωση» νομοτελειακά διαδέχεται η «Ανάσταση» και αυτό φαινόταν στο κάθε τι. Η βουβαμάρα και η νωχελικότητα έδιναν τη θέση τους στην οχλαγωγία, την ιλαρότητα, τα πειράγματα και τα γλέντια. Μετά το «Δεύτε λάβετε φως» ο παπά- Αλέκος εξερχόταν στο προαύλιο της εκκλησίας και ανέβαινε πάνω στο πεζούλι. Τα παιδιά ήταν ακροβολισμένα πάνω στα δώματα του Παντελή, τα οποία ήταν κάτι σαν πεδίο βολής! Κάποια άλλα, είχαν επιφορτισθεί με τα άναμμα της φουνάρας! Η βροντώδης φωνή του ιερέα ήταν το έναυσμα για ό,τι θα επακολουθούσε. Και ήταν συγκλονιστικό. Το «Χριστός Ανέστη», μ’ ένα τρόπο μαγικό, έθετε σε κίνηση την καμπάνα που χτυπούσε χαρμόσυνα, ενώ οι τεράστιες φλόγες της φουνάρας έφταναν στα ουράνια! Για άλλη μια φορά, ο ατυχής Ιούδας στην πυρά, για άλλη μια φορά το καλό κέρδιζε το κακό. Ίδιο σκηνικό και στην Ενορία της Πλάκας και της Πλατείας. Η καμπάνα του Άη Δημήτρη χτυπούσε ασταμάτητα, όπως και το τετρακάμπανο του Μιχαήλ Αρχαγγέλου που ξεχώριζε εμφανώς, ενώ οι φλόγες από τη φουνάρα των Πλακιωτών αντιφέγγιζαν ίσαμε ψηλά, πάνω στην Αγιά Κερά! Οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν, βάζοντας στην άκρη τις μικρότητες και τις «σκουριές» τους. Κι ύστερα, η ωραιότερη σκηνή: «Άρατε πύλας ίνα εισέλθει ο Βασιλεύς της δόξης» φώναζε ο παπά – Αλέκος, χτυπώντας με δύναμη τις κλειστές πόρτες της εκκλησίας, ενώ από το εσωτερικό ακουγόταν η επιβλητική, χαρακτηριστικά βροντώδης φωνή του Παντελή, ωρυόμενου να απαντά «Και τις εστί τούτος ο βασιλεύς της δόξης», για να εισπράξει την εξίσου επιβλητική απάντηση του ιερέα «Άγιος Κύριος κραταιός και δυνατός»!
Από την ιστόρηση τούτη, δεν μπορούν να λείπουν οι συγκρίσεις. Ο παπά - Αλέκος «έφυγε» για το αιώνιο ταξίδι, όπως κι ο Παντελής, κι δάσκαλος, κι ο Αριστοτέλης, κι ο Πολύβιος, κι ο Πολυχρόνης ο Δοριάκης κι ο Σκαρβελομανώλης….
Ο Αλκιβιάδης, ο Γιώργης της Ιωάννας, ο Σάββας, ο Καδιανός και οι υπόλοιποι νέοι της εποχής, ζουν σ’ άλλες πολιτείες.
Έτσι, ο παπά - Γιάννης, ο σημερινός ιερέας της Αγίας Αικατερίνης προσπαθεί ηρωικότατα να φυλά «Θερμοπύλες». Μέχρι πότε όμως;
*Φωτογραφία του Μανώλη Σπανάκη, στα μέσα της δεκαετίας του 90'
Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"