Στη μνήμη του Δημ. Ραπτόπουλου
Ο Δημοσθένης Ραπτόπουλος, που μας άφησε μόλις πριν σαράντα ημέρες, αλλά από τα κοινωνικά δρώμενα
απουσίαζε τα δύο τελευταία χρόνια, ήταν μια προσωπικότητα σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς δημιουργική.
Έτσι, απέδειξε με το πολύπλευρο έργο του, μεταξύ άλλων, και τη δυνατότητα και αξία της σφαιρικής ανάπτυξης του ανθρώπου, πολύτιμο δίδαγμα στην εποχή μας, της εξειδίκευσης και της
μονομέρειας.
Το σχολαστικά τακτοποιημένο αρχείο του που αφορά τη δουλειά του ως τοπογράφου, δίπλα στο αρχείο των ιστορικών του ερευνών και σ’ εκείνο του σπουδαίου πατέρα του και απέναντι στη βιβλιοθήκη του, δείχνουν πως συνδύασε άριστα το θεωρητικό με το πρακτικό.
Μετά την πολύωρη εργασία του, μελετούσε σοβαρά, όχι
μόνο την ιστορία που λάτρευε, αλλά και τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, όπως δείχνουν τα γεμάτα από υπογραμμίσεις και σημειώσεις βιβλία του. Και βέβαια διασκέδαζε, όπως ο ίδιος ήθελε και απαιτούσαν οι εσωτερικές του ανάγκες. «Σαν επικούρειος», όπως ο ίδιος έλεγε γελώντας.
Σήμερα, σαράντα ημέρες μετά την αποδημία του, θα ήθελα να σταθώ στην, με πολλούς τρόπους, συμβολή του στην ανάδειξη της πατρίδας του, της Βιάννου. Και μάλιστα διασώζοντας αποδεικτικά στοιχεία της προπολεμικής της ζωής, κατά την οποία προετοίμασε την πρωτοπορία της στην Αντίσταση. Το έπος και το δράμα της. Την ενδιαφέρουσα ζωή της Βιάννου που μας παρουσιάζει εξαιρετικά στα απομνημονεύματά
του και ο Νίκος Κατσαράκης.
Ο Δημοσθένης Ραπτόπουλος είχε φυλάξει ευλαβικά ένα κείμενο που είχε γράψει ο πατέρας του το Φεβρουάριο του 1939, ακριβώς στα πενήντα του χρόνια. «Τον πονούσαν τα τραύματά του και είχε κρυώσει. Κάθισε στο κρεβάτι πολλές ημέρες. Όταν, λοιπόν, συνήλθε, έγραψε ο ίδιος τον επικήδειό του, τον οποίο
όμως υποτίθεται πως έγραψε, για να τον εκφωνήσει, ο στενότερος συγγενής και φίλος του, Εμμανουήλ
Ραπτάκης, που εργαζόταν και διέμενε στο Ηράκλειο, αλλά με τον Αλέξανδρο έκαναν πολλή και καλή
παρέα».
Αυτά μου είπε ο Δημοσθένης Ραπτόπουλος, όταν μου έδωσε το κείμενο του πατέρα του.
Το κείμενο αυτό με τον δεκαπεντασύλλαβο που αγαπούσε και συνήθιζε πολύ ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος, με τις προσεγμένες καταλήξεις και τους συχνούς διασκελισμούς, όπως βλέπομε και στα γράμματά του από τη φυλακή, δίνει άριστα την εικόνα της βιαννίτικης παράδοσης και ζωής: Πρώτα-πρώτα της γλώσσας με τις ζωντανές λέξεις και εκφράσεις, πολλές από τις οποίες έχουν χαθεί σήμερα, και ύστερα των ενδιαφερόντων, των ενασχολήσεων, των σχέσεων και της ψυχαγωγίας των Βιαννιτών της εποχής εκείνης. Μας εκπλήσσει ο αυτοσαρκασμός του, καρπός της αυτοκριτικής και της αυτογνωσίας του. Δείχνει εκτός από τις σχέσεις των ανθρώπων της Βιάννου και τη φιλοσοφία και ποιότητα της ζωής τους, το ετοιμόλογο, σκωπτικό, χαρούμενο, αισιόδοξο, παιχνιδιάρικο, το γεμάτο σπίρτο πνεύμα της Βιάννου. Τη δεμένη της κοινωνία την ώρα που πάλλεται από ζωή.
Το κείμενο
Ένας επικήδειος που δεν εξεφωνήθη…
Αείμνηστε, ό,τι κι αν πω αυτή τη μαύρη ώρα
θα ’ναι ένα μηδενικό. Είναι φουργιόζα η μπόρα
και δε μ’ αφήνει να σκεφτώ, να πω όλα τα παινάδια.
Κοντό και δεν εκάτεχες να βγάνεις τα πηγάδια
ήταν δεν ήτανε νερό1; Αρκεί που ήταν ρυάκι
σε τρία μέτρα απόσταση κι εμάζευε λιγάκι!
Κοντό και δεν εκάτεχες περβόλια να ντουρντίζεις2
και μέσα στη νεροφουργιά3 να τα συχνοραντίζεις;
Κοντό και δεν εκάτεχες οικοδομές να χτίζεις
και πριν να βάλεις τη στεγή τοίχους να ξαναχτίζεις;
Κοντό και δεν εκάτεχες μετόχια να σκαρώνεις
των δώδεκα μεσοδοκιών4 και να τα ασβεστώνεις
σα νά ‘τανε τ’ ανάκτορα του βασιλιά στην Πόλη;
Μα πώς να την εξιστορώ την ιστορία όλη,
που δε μ’ αφήνουν οι λυγμοί εκεί που συλλογούμαι
λαγούς, κοτόπουλα, κρασί πού θα ξαναβρεθούνε,
όσα ξεκοκκαλίζομε5 σαν έρχομαι στη Βιάννο;
Κλάψετε όλοι οι χωριανοί και γω το ίδιο κάνω.
Κλάψετε νύφες και γαμπροί, κλάψετε γκαστρωμένες6 ,
ο ″ΣΥΝΤΕΚΝΟΣ7 ‶ απέθανε και χάθηκε καϋμένες.
Ποιος θα βαφτίζει τα παιδιά, πού θα βρεθεί κουμπάρος
να στεφανώνει πι και φι, ποιος το’ χει τόσο θάρρος;
Κλάψετε όρη και βουνά, λαγκάδια, μοναστήρια,
στάουσες8 , κοψομίτατα, καβούσια, πατητήρια…
Ποιοι τώρα την Πατερική στο μέλλον θα παχτώνουν9
να σπέρνουν τα χωράφια της και να μην το φυτρώνουν.
Ποιος θά ‘χει τα βαρβατικά να κάνει Κουρουπάρια
και ποιος με το Γερβάτσιο10 θα ψάλλει τα τροπάρια;
Κλάψετ’ εργάτες, κλάψετε, κλάψετε καφετζήδες,
κλάψετε οι φιλόδικοι, κλάψετε καυγατζήδες.
Κοντό δεν ήτο καυγατζής; Ποτέ δεν είχε μπέσα,
ποτέ δεν εχαμπάριασε, αν θα τον θέσουν μέσα…
Πέστε Θεός σχωρέσοι τον σύμφωνα με τα έργα
που έκανε στη ζήση του και δώστε του τη βέργα,
που είχε πάντα σύντροφο και βάλτε στο σεντόνι,
δυο ζάρια και μια τράπουλα την ώρα να σκοτώνει.
Ὅ μη γένοιτο…
Βιάννος, 18-2-1939
Υποσημειώσεις
1. Είτε υπήρχε εκεί νερό είτε δεν υπήρχε
2. Ντουρτνίζω = ετοιμάζω, κατασκευάζω
3. Καταιγίδα
4. Μεγάλα σπίτια με στέγη δώδεκα μέτρων
5. Ξεκοκκαλίζομε = τρώμε. Υπαινίσσεται τα τραπέζια και τα γλέντια τους
6. Έγκυες
7. Ο νονός που βαφτίζει τα παιδιά
8. Πηγές. Μια τέτοια στο Αλιόρι αποτελούσε τοπωνύμιο
9. Ενοικιάζουν
10. Ο Γερβάσιος Μανδαλάκης από την Κάτω Βιάννο ήταν ένας από τους μοναχούς της Μονής Αγίου Αντωνίου Άρβης, ο οποίος επί πολύν καιρό διέμενε στην Αγία Μονή της Βιάννου.
*Η κ. Άννα Μανουκάκη-Μεταξάκη είναι φιλόλογος-Ιστορική ερευνήτρια και συγγραφέας