Στ΄ Αόρι


Οντέ ναι εποδιαφώτα ξεκινήσαμε με το πατέρα μου καβάλα το μουράρι του θείου, στη γκαπούλα γω, δεμένος με ένα σκοινί στα σκαρβέλια, στο πλάι φορτωμένο το σωμάρι και τα χάμουρα του αλλονού μουλαριού.
Πάμε να φέρoμε το μουλάρι από τ΄ Αόρι!
Περάσαμε από το Κεφαλοβρύσι, σκοτεινά, στη Φλέγα στο Χάνι, πρώτη φορά έβλεπα τόσο νερό, γέμισε το ντρουβά καλαμόφυλλα.
Ανεβόλεμα ορθό, γκρεμός από τη μια, χαράκια από την άλλη κι όσο ανεβαίναμε ξερότοπος γίνονταν.
- Βάστα γερά! Μου λεγε ο πατέρας.
Και να σου ο κάμπος, τεράστιος και χρυσαφένιος, δεν χορταίναν τα μάθεια μου, δεν είχα ματαδεί εξός απ τη θάλασσα πράμα τόσο ίσο και μεγάλο κι ούτε να παίξεις πουλιού ένα χαλίκι δεν είχε.
Ζερβά στ ΑγιοΠνέμα στο νερό μια μπατούλια μουλάρια εβόσκαν.
Τότες οι δουλειές με τσοι βολοσύρους άμα τέλευαν, όλοι στ΄ Αόρι να ξεκουραστούν και να παχύνουν λεύτερα τα άφηναν.
Ρίχνει δυο σφυρές ο πατέρας μου και να το δικό μας το κόκκινο κι έρχεται πασύχαρο και ολοκάθαρο ν’ αστράφτει στον ήλιο, κανένα σημάδι από καπουλοδέτες και μπροστελίνες στο σώμα του.
Τα καλαμόφυλλα, τα χάδια, το σωμάρι κι όλα τα χάμουρα δέχτηκε απ τα χέρια μου.
Το καβάλησα, μήτε τριάντα κιλά δεν ήμουνα, τα πόδια στις σκάλες δεν φτάνανε κι όμως σ΄ όλο το κάμπο τ’ Αμαλού βόλτα με πήγε καλπάζοντας.
Ήταν μελόχρους ημίονος, στην Αργεντινή γεννήθηκε, στον Αμερικάνικο στρατό εκπαιδεύτηκε στη Νορμανδία μπήκε στο πόλεμο, μετά τον εμφύλιο στη δούλεψη μας βρέθηκε με τρία στρατοδικεία φορτωμένο.
Τον Ομαλό δεν ξαναπάτησα, όπως το εξηνταδυό τον γνώρισα, έτσι με τα μουλάρια, τσ΄ασκορδουλάκους και το ροδίκιο του θα τον θυμούμαι.