Όταν τα Χριστούγεννα σταμάτησαν έναν πόλεμο
Το καλοκαίρι του 1914 χιλιάδες νέοι Βρετανοί υπογράφουν τη συμμετοχή τους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ξεκινούν αισιόδοξα πιστεύοντας πως ο πόλεμος θα είναι κάτι σύντομο. Πως θα επιστρέψουν σπίτι τους το αργότερο μέχρι τα Χριστούγεννα.
Μέχρι τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς είναι πλέον σαφές πως κάτι τέτοιο δε θα συμβεί. Ο πόλεμος έχει φτάσει σε ένα αιματηρό αδιέξοδο. Κατά μήκος του Δυτικού Μετώπου τα αντίπαλα στρατεύματα βρίσκονται σε αντικριστά χαρακώματα που τους χωρίζουν λίγα μόλις μέτρα εδάφους.
Ο καιρός έχει τελικά αποδειχθεί ο κύριος εχθρός και των δύο πλευρών. Η βροχή πέφτει ασταμάτητα και τα χαρακώματα πλημμυρίζουν καθημερινά. Οι στρατιώτες προσπαθούν απεγνωσμένα να κρατηθούν στεγνοί και μακριά από τη λάσπη. Το κρύο είναι ανυπόφορο, το φαγητό ελάχιστο και παντού κυκλοφορούν ποντίκια που κατατρώνε όχι μόνο τα τρόφιμα αλλά και τα νεκρά σώματα των συντρόφων τους. Η μία μίζερη ώρα διαδέχεται την άλλη, η μία θλιβερή μέρα την επόμενη.
Κι όμως, μέσα σ’ αυτή την άθλια, αηδιαστική κόλαση επί γης συμβαίνει κάτι εκπληκτικό. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πώς ξεκίνησε. Ίσως ένα πρωί κάποιοι Βρετανοί στρατιώτες, προτού σηκώσουν τα όπλα και μπουν ξανά στη μάχη, αποφασίζουν να πάρουν το πρωινό τους όσο πιο ήρεμα τους επιτρέπουν οι συνθήκες. Και οι Γερμανοί φαίνεται να ανταποκρίνονται. Όσο οι Βρετανοί δεν τους ρίχνουν, σταματούν κι αυτοί με τη σειρά τους για να φάνε το γεύμα τους. Έπειτα τα πυρά συνεχίζονται.
Μικρές ανακωχές σαν κι αυτή αρχίζουν να εμφανίζονται όλο και πιο συχνά. Καθώς οι στρατιώτες συνηθίζουν στους ρυθμούς του πολέμου των χαρακωμάτων καταλαβαίνουν πως, πού και πού, το να κάνουν τα στραβά μάτια μπορεί να φέρει λίγη ασφάλεια και ηρεμία στις ζωές τους. Αρχίζει να αναπτύσσεται μια σιωπηρή συμφωνία να μην ανταλλάσσονται πυροβολισμοί όταν οι άντρες ξεκουράζονται, ασκούνται ή δουλεύουν.
Καθώς η 25η Δεκεμβρίου πλησιάζει, η θερμοκρασία πέφτει. Η βροχή δίνει τη θέση της στο χιόνι και το πεδίο μάχης καλύπτεται από ένα λεπτό στρώμα λευκής σκόνης. Θα είναι τα πρώτα Χριστούγεννα των στρατιωτών μακριά από τις οικογένειές τους. Ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’ το γνωρίζει αυτό κι έτσι διατάζει να στείλουν δώρα στους άντρες για να αναπτερωθεί το ηθικό τους. Γλυκά, κονιάκ και μικρά χριστουγεννιάτικα δέντρα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι Γερμανοί στρατιώτες έχουν τοποθετήσει τα δέντρα και μια σειρά από αναμμένα κεριά έξω από τα χαρακώματά τους. Και τότε ξεκινούν να τραγουδούν.
«Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Η νύχτα ήταν φεγγαρόφωτη και το έδαφος στρωμένο με χιόνι. Σχεδόν τα πάντα ήταν λευκά. Κατά τις 7 ή 8 το απόγευμα, νομίζω, ακούσαμε φωνές και μέσα σ’ όλη την αναστάτωση είδαμε κάποια φώτα. Δεν ξέραμε τι ήταν αλλά ακούγαμε το τραγούδι. Ήταν το «Stille Nacht», η «Άγια νύχτα». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν μία από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου. Τι πανέμορφη μελωδία, είπα στον εαυτό μου.»
Αυτά είναι τα λόγια ενός βετεράνου Βρετανού στρατιώτη όταν πολλά χρόνια μετά ρωτήθηκε για εκείνη τη μέρα. Μόλις οι Γερμανοί τελειώνουν το τραγούδι τους, οι Βρετανοί τους χειροκροτούν και σκέφτονται πως πρέπει με κάποιον τρόπο να ανταποδώσουν. Ξεκινούν να τραγουδούν το δικό τους τραγούδι, «The First Noel». Οι Γερμανοί τους χειροκροτούν και ανταποδίδουν. Αυτό συνεχίστηκε για λίγη ώρα αλλά καμία από τις δυο πλευρές δεν ήξερε πώς έπρεπε να συνεχίσει.
Την επόμενη μέρα, ανήμερα των Χριστουγέννων, δύο γενναίοι στρατιώτες από κάθε στρατόπεδο ξεμυτίζουν δειλά – δειλά από τα χαρακώματα, συναντιούνται στη μέση της ουδέτερης ζώνης κι δίνουν τα χέρια. Μια στιγμή μετά το πεδίο πλημμυρίζει από Γερμανούς και Βρετανούς στρατιώτες που ζητωκραυγάζουν.
Οι στρατιώτες ανταλλάζουν χειραψίες, χριστουγεννιάτικες ευχές και φροντίζουν τους νεκρούς τους. Μοιράζονται φαγητό, τσιγάρα, πούρα και κονιάκ, ανάβουν φωτιά και τραγουδούν τα κάλαντα γύρω της. Κάποια στιγμή μια αυτοσχέδια μπάλα ποδοσφαίρου εμφανίζεται και, όπως είναι αναμενόμενο, ένας ποδοσφαιρικός αγώνας ξεσπάει ανάμεσα στους μέχρι πρότινος θανάσιμους εχθρούς.
Οι στρατιώτες κουβεντιάζουν. Έχουν πολλά να πουν και πολλά να μοιραστούν. Περνούν τις μέρες τους στο ίδιο πεδίο, κάτω από την ίδια βροχή και όλοι τους έχουν σιχαθεί το ίδιο τον πόλεμο. Αλλά είναι και περίεργοι. Πώς είναι η ζωή από την άλλη πλευρά; Ποιοι είναι οι εχθροί τους; Για ποιον λόγο πολεμούν;
Αυτή η ακούσια ανακωχή φυσικά είναι αδιανόητη για τα υψηλά στελέχη. Φοβούνται πως θα μπουν ιδέες στους άντρες τους. Πως θα αμφισβητήσουν τον πόλεμο, ίσως ακόμα και να ξεσηκώσουν ανταρσία.
«Ο εχθρός πρέπει να κατατροπωθεί, όχι να γίνει φίλος μας!»
Διατάζουν την άμεση παύση της ανακωχής. Όποιος τολμήσει να διαφωνήσει ή να αρνηθεί να πολεμήσει θα καταδικαστεί για έσχατη προδοσία.
Έτσι ο πόλεμος συνεχίζεται. Τα αποτρόπαια εγκλήματα με χρήση βιολογικών όπλων θα έρθουν λίγο καιρό αργότερα. Για λίγες μέρες όμως οι στρατιώτες καταφέρνουν να κοιτάξουν πέρα από την παράνοια του πολέμου και, για μια φευγαλέα στιγμή, να δουν τους αντίπαλούς τους σαν αυτό που πραγματικά είναι: Άνθρωποι σαν κι αυτούς που καλά-καλά δεν είναι σίγουροι για ποιον λόγο ρισκάρουν τις ζωές τους. Συνάνθρωποί τους.
Το όνομα της στρατηγικής που αυθόρμητα εμφανίστηκε εκεί που κανείς θα το περίμενε λιγότερο ίσως να σας θυμίζει κάτι: «Μία σου και μία μου». Ή, ίσως πιο εύστοχα, «Ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν».
Κείμενο: Στέφανος Βαμβάκος (δημιουργός της σελίδας "Καθημερινή Φυσική")