Ο «Κύριος» Μανώλης…
Ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος ο «Κύριος» Μανώλης.
Εγγονός του Καπετάν Σπυρίδου Αγαπάκη, ποτέ δεν είχε έπαρση, ούτε εκόμπαζε για την προέλευσή του. Ταπεινός και γλυκύτατος ήταν ο «Κύριος» Μανώλης Αγαπάκης, που ποτέ δεν μάθαμε γιατί το παρατσούκλι του ήταν «Κύριος». Ίσως… επειδή αντιπαθούσε τα πρωτόκολλα και τους καθωσπρεπισμούς…
Φτωχός άνθρωπος, με πολυμελή οικογένεια, κατάφερε να ενταχθεί στο σώμα της αγροφυλακής, πράγμα δύσκολο τα χρόνια εκείνα που το… «σύστημα» άλεθε συνειδήσεις, αλλά… δεν άντεξε τους καθωσπρεπισμούς και τις «υπακοές» του σώματος και σε εύθετο χρόνο αποτάχθηκε. Αυτή είναι η μοίρα όσων δεν συμμορφώνονται με τις… υποδείξεις. Όχι, δεν αποτάχθηκε για ιδεολογικούς λόγους, αλλά ο «Κύριος Μανώλης», δεν γούσταρε τα πρωτόκολλα και τις παραξενιές των αγρονόμων. Ότι δεν κατάφερε στην Αγροφυλακή, τα κατάφερε ως Νεροντραγάτης. Νεροντραγάτες, λέγαμε τους επιφορτισμένους με την ευθύνη της διαχείρισης του τρεχούμενου νερού άρδευσης. Τους λέγαμε και νερομπεξήδες, προφανέστατα από το τούρκικο «μπαξές» που είναι το περιβόλι. Για πολλά πολλά χρόνια, ο «Κύριος» Μανώλης ήταν νερομπεξής στην εκπάγλου ομορφιάς ρεματιά του Μυρταρά ίσαμε κάτω στου Πατητή και παρακάτω στο Φραμένο και τον Παπαδιανό, όπου νυχθημερόν, άλλοτε εποπτεύων κι άλλοτε να ποτίζει ο ίδιος, προκειμένου να βγάλει το χαρτζιλίκι του. Ως προελέχθη, ο «Κύριος» Μανώλης, ήταν ιδιαίτερος άνθρωπος. Φανατικός του οινοπνεύματος και του καλού μεζέ, ανυπόκριτος μερακλής, σεμπταλής και ζορμπαδάκος.
Ήταν ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο κι ο «Κύριος Μανώλης», λίγο πριν αναχωρήσει για το Μυρταρά για να αναλάβει τη διαχείριση του νερού του Χαλασιά, αποφάσισε να απολαύσει μια κρυγιά μπύρα σ’ ένα συμπαθέστατο στέκι της πλατείας της Άνω Βιάννου, που ήταν το καφενείο του μακαρίτη του Μανώλη Γουρνιεζάκη (Τριφύτσου).
Είχε μεγάλη αγάπη στην παγωμένη μπύρα ο Μανώλης, ενώ οι εξαιρετικοί μεζέδες της Γεωργίας, συνετέλεσαν στο να μην αρκεστεί στη μια ή στις δυο μπύρες, αλλά ρούφηξε τουλάχιστον πέντε, οπότε, νομοτελειακά ήρθε στο κέφι. Συνήθης κατάληξη για τον «Κύριο Μανώλη», να έρθει στο κέφι, και φυσικά, να τραγουδήσει δημόσια!
Δε πα να καθότανε στα διπλανά τραπέζια συγχωριανοί. Αυτός, έπιανε το βαρύ σέρτικο-κισσαμίτικο σκοπό και του άλλαζε τον αδόξαστο!
Στο διπλανό τραπέζι καθόταν ο μικρότερος αδερφός του, ο Γιάννης, ο επονομαζόμενος και Κοπελιάρης που από τις γκριμάτσες του καταλάβαινες ότι, δεν συμφωνούσε καθόλου με τη τακτική του αδερφού του, να γίνεται σκνίπα της μεθιάς τέσσερις το απόγευμα και τρόπον τινά να αποκομίζει τη δημόσια χλεύη. Δεν τολμούσε όμως να πει και κάτι, δηλονότι, όπως προελέχθη, ο αδερφός του ήταν μεγαλύτερος και άρα, υπήρχε ένας κάποιος σεβασμός.
Ο «Κύριος Μανώλης» αν και δεν εκαταλάβαινε Χριστό, εντούτοις ψυχανεμίστηκε ότι δεν ετύγχανε
της καλύτερης αποδοχής η μουσική του επιλογή, οπότε, τονε γυρίζει στο… φλισκούνι, ένα παθιάρικο Βιαννίτικο μουσικό μοτίβο, το οποίο συνόδευσε με την ακόλουθη μαντινάδα:
Με ’πηρε ο ύπνος κι έγειρα
πάνω στα γόνατά σου,
δεν μ’ άφησες να κοιμηθώ
από τα κλάματά σου
Δεν άντεξε ο Γιάννης, ο «Κοπελιάρης», και του λέει: «Ναι βρε, άμα πιείς μια δε ξέρεις που θέτεις*»!!!!
*Θέτω: Εκ του αποθέτω σημαίνει και ξαπλώνω. «Ήθεκα στις 10:00 η ώρα». Δηλαδή εξάπλωσα στις 10:00…
Υ.Γ. Στη φωτογραφία αυτή στάθηκα τυχερός, γιατί στο καφενείο του Ηλία Παναγιωτίδη, όπου και καθόταν ο «Κύριος Μανώλης», έτυχε να βρεθεί και ο δεύτερος πατέρας μου, ο αείμνηστος Λευτέρης Μαστρογιωργάκης, ο οποίος έσπευσε να με ειδοποιήσει να μην χάσω το σπάνιο ενσταντανέ. Ο «Κύριος Μανώλης», μετά από 2-3 ρακές, αποκοιμήθηκε καθαρίζοντας το πορτοκάλι… Πράγματι, θεωρώ ότι είναι μια εξαιρετική φωτογραφία, η οποία έχει δημοσιευτεί πλειστάκις σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες…
Υ.Γ. 2 Οι αείμνηστοι Μανώλης Γουρνιεζάκης (Τριφίτσος) και η σύζυγός του Γεωργία, που επί σειρά ετών διατηρούσαν ένα γραφικότατο στέκι στην Πλατεία Μιχ. Αρχαγγέλου στην Άνω Βιάννο.