Ο κυρ Αντώνης...
Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
κι όταν ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να φανεί.
Μα ο κυρ Αντώνης δε θα βγει ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες τ’ όνειρό του θέλησε πια να ζει…
Ο Αντώνης Κοντονασάκης, από την Άνω Βιάννο, αναπαύεται στα χανιώτικα χώματα. Εκεί αποκαταστάθηκε επαγγελματικά, εκεί οργάνωσε τη ζωή του και δημιούργησε οικογένεια. «Έφυγε», δυστυχώς νεότατος, αφού τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε πολλαπλά προβλήματα υγείας.
Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο Βιάννου και την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, εντάχθηκε στο υπαλληλικό προσωπικό του ΟΤΕ. Τη Βιάννο βέβαια δεν την έβγαλε ποτέ από την καρδιά του. Αυτό το γνωρίζουμε καλά, όλοι όσοι συνδεόμασταν μαζί του, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι συνθήκες ή η τύχη το θέλησαν έτσι, να ζήσει μακριά από την γενέτειρά του, δεν την ξέχασε όμως ποτέ. Μιλούσε με πολύ αγάπη και νοσταλγία για τη Βιάννο και τους Βιαννίτες και, παραφράζονταν τον ποιητή, θα ισχυριστούμε πως: «αν η μισή του καρδιά ήταν στα Χανιά, η άλλη μισή στη Βιάννο ήτανε»…
Προς επίρρωση του ισχυρισμού μας, θα παραθέσουμε ένα δικό του ποίημα που είχε δημοσιευτεί σε τοπική εφημερίδα και αναδεικνύει πως το στιχουργικό του ταλέντο, είναι μια συνεχής ανάκληση σε πρόσωπα και εικόνες που σημάδεψαν θετικά την ύπαρξή του. Εντύπωση προκαλεί και ο αυτοσαρκασμός του, καθώς στην κατακλείδα του ποιήματος αυτοσυστήνεται ως «αλέκτωρ ή πετεινάρι» κι αυτό ήταν όντως το παρατσούκλι του.
Αν πάντως η επιτυχία των παιδιών ενός ανθρώπου είναι (και είναι) κριτήριο αξιοσύνης, ο Αντώνης «έφυγε» πλήρως ικανοποιημένος, αφού μαζί με την σύντροφό του, κατάφεραν να μεγαλώσουν δυο παιδιά γεμάτα αξιοσύνη και χάρες. Ας είναι αυτά τα λίγα λόγια ταπεινό μνημόσυνο στη μνήμη του και ας είναι ελαφρύ το χανιώτικο χώμα που τον σκεπάζει.
Μια ταχινή στη Βιάννο
Μια ταχινή σηκώθηκα
να πάω να ποτίσω,
μα έπρεπε να πιω καφέ
τα μάτια μου ν’ ανοίξω
Πάω λοιπόν για τον καφέ
στο διπλανό ντουκιάνι
και βρίσκω εκειά τον Κόπανο
και τον Πλαντζουνογιάννη
Εβάστα τη μουζίκα ντου
κι ενήμενε να φέξει
εις τη κορφή του Μαφεζέ
να πάει να την παίξει
Γιατί εκειά ’χανε ωζά
τα δυο Θεοπιστάκια
κι όλο ζημιές εκάνανε
στα νέα μουρελάκια
Και σαν επόπια τον καφέ
είπα να γείρω κάτω
μα σαν τη πόρτα εδιάβηκα
θωρώ και τον Τσαγκάτο
Απ’ το Λουτράκι ερχότανε
και είχε μαϊνάρει
γιατί τον είχε ο Τσαγκουρνής
πάντα αλετρουβιάρη
Μα όπως επροχώρησα
νάσου τον Κουσκουμπέκη
και το βιολί του εκράτειενε
σαν να ’τανε τουφέκι!
Εις το Πετρούνι επήγαινε
να κάμει περασάδα
και με τη γλύκα του βιολιού
να πει μια μαντινάδα
Αγάλι αγάλι επήγαινα,
σίμωσα στου Τελώνη
που κούτσα κούτσα ο φουκαράς
το γάιδαρό του στρώνει
Στ’ αόρι θα νε πήγαινε
στου Χαλασιά τη βρύση
απού ’χε πέτρες πάμπολλες
να τσοι ξετροχαλίσει
Να βρει μια μαγεριά χοχλιούς
το βράδυ σαν γυρίσει
με τέχνη η Τελώναινα
θα του τσοι μπουμπουρίσει
Δυο βήματα ως έκαμα
θωρώ τον Κοκκινάκη
κι εβάστα παραμάσκαλα
ένα καλό θρινάκι
Κι αυτός την ώρα ενίμενε
για να αποδιαφωτίσει
το στάρι που ελώνεψε
να πάει να λυχνίσει
Όπως εκατηφόριζα
τ’ Αϊ Γιωργιού τη σκάλα
στω Κονταξήδω ήστεκε
η Άννα η δασκάλα
κιαμιά εκδρομή θα πήγαινε
οθέ τα Μουρελάκια
και πρέπει πως περίμενε
εκειά τα κοπελάκια
Συνέχισα το δρόμο μου,
όταν θωρώ τη Θράσα
και κάτι έλεγε στ’ αυτί
του Νικολή του Πάσα
Απ’ ό,τι εκατάλαβα
δεν λέγανε για μάσα
μα κάποιον πρέπει θέλανε
να πιάσουνε στα… πράσα
Εις του Σηφάκη απέναντι
στου Κοντυλοδασκάλου
εκειά δεν ήμουν σίγουρος
τ’ αυτιά μου αμφιβάλλου(ν)
Ο Κατσαρός ο Νικολής
έλεγε στο Μαρίνο
κάτι που σχέση θα ’χενε
πρέπει με το Κρεμλίνο
Σαν έφταξα στον πλάτανο
του Μιχαήλ Αρχαγγέλου
με όλη μου τη δύναμη
παίζω μια του κουτέλου
Καλαϊτζής, Μελίτακας,
Μιχάλης Νοσοκόμος
κι ακόμη το «Κακό» Γιωργιό
που ήτανε Αγρονόμος
Ο Κουτρουμπάς, ο Σκαρβελάς
του Σταύρου ο Ερρίκος
μα και το Κατσαρογιωργιό
κι ο Μπάμπης ο Φυντίκος
Τ’ ακορντεόν εκράταγε
ο Μανώλης Παπαγιάννης
εκεί θαρρώ πως ήτανε
κι ο Γιάννης τσ’ Αντριάνης
Όλοι εκουβεδιάζανε
κι εκάνανε κονσούρτο
που θα τα κοπανίζανε
αργά το βράδυ ετούτο
Θέλετε τ’ αποτέλεσμα
να το εξιστορήσω;
Δεν μου ’μεινε καθόλου νους
να πάω να ποτίσω!
Οι ταχινιάρηδες πολλοί
μα εγώ αναφέρω μόνο
εκείνους που συνάντησα
στον εδικό μου δρόμο
Κι αν θέλετε να μάθετε
ποιος είναι που ριμάρει
να μη μου σεκλετίζεστε
σας κάνω εγώ τη χάρη
Εις το Σωρό καθόμουνα
σιμά στο κουτσουνάρι
οι φίλοι μου με κράζανε
«αλέκτωρ» - πετεινάρι!