Ο Αλευραίος κι ο Γερμανός
Παρέκει απ’ του Λιβανού, το θρυλικό χαράκι
εκεί π’ αρχίζει το στρατί, που πάει για το Λουτράκι,
βρισκόταν ο νερόμυλος, ήτοι ο αλευρόμυλος
του Δασκαλομιχάλη,
που είναι απ’ την κατοχή, η φήμη του μεγάλη.
Για τον οποίο στο χωριό, είναι γνωστό ευρέως,
πως λόγω επαγγέλματος, λεγόταν Αλευραίος!!!
Ο μύλος για να κινηθεί
και να ενεργοποιηθεί,
έμπαινε σε ενέργεια, από το «μυλαυλάκι».
(Μ’ αυτή τη λέξη, λένε πως,
βαφτίστηκε ο υδραγωγός,
από τον Κονδυλάκη)!!!
Για χάρη της ιστορικής μνήμης, να πω, οφείλω,
ότι, κατά την κατοχή, αυτή τη μαύρη εποχή,
έγινε μια ιστορική, πράξη αντιστασιακή,
μέσα σ’ αυτό το μύλο.
Αρχίζω από την απλή αυτή πληροφορία,
για να σας πω πώς γράφτηκε η όλη ιστορία:
Στο μύλο ζούσε ο Μυλωνάς, μ’ όλη τη φαμελιά του,
ήτοι, με τη συμβία του και τα οχτώ παιδιά του (1).
Πάσχιζε απ’ το μαξούλι του, που ’ταν τα αλεστικά του,
να συντηρεί κουτσά-στραβά την οικογένειά του.
Εκτός από της κατοχής την όλη ανωμαλία,
έξαφνα, βρήκε ο μυλωνάς και άλλη δυσκολία.
Από ’να περιστατικό, απρόσμενο, τυχαίο
που ο μυλωνάς το θάρρεψε πρώτο και τελευταίο,
μα δυστυχώς ξεμάκρυνε κι απόχτησε συνέχεια,
που πλήθυνε στου μυλωνά το σπίτι, την ανέχεια.
Όμως, της εξιστόρησης ας στρέψω εκεί τα φώτα,
για να σας πω, πως έγιναν, τότε τα γεγονότα.
Η κατοχή, βρισκότανε στην πιο σκληρή της φάση,
ο φόβος και η καταχνιά, σκεπάζανε την πλάση.
Βάρβαροι οι κατακτητές, οι δε κατακτημένοι,
κάθε στιγμή, δεν ήξεραν, το τι τους περιμένει.
Στη Βιάννο υποφέραμε ακόμη παραπάνω,
γιατί είχανε σφηκοφωλιά οι Γερμανοί στη Βιάννο.
Ένεκα τούτου ζούσαμε πρόσθετες δυσκολίες,
απ’ τις «κατ’ οίκον» έρευνες και τις περιπολίες.
Μια νύχτα ένας στρατιώτης Γερμανός,
νυχτερινή περιπολία, προφανώς,
του μύλου είδε τα φώτα,
άκουσε και το θόρυβο
και χτύπησε την πόρτα.
Του άνοιξε ο μυλωνάς
κι όρμησε μέσα αυτός με μιας,
έχοντας από τη βροχή τους ώμους του βρεγμένους.
Τα μάτια του τα βλοσυρά
ξύπνια, γατήσια, πονηρά
κοιτούσαν ψάχνοντας δεξιά κι αριστερά,
φαίνεται ότι έψαχνε για καταζητουμένους.
Θα ήτανε στα είκοσι οκτώ,
με ύφος όπως λέμε μουλωχτό
κι είχε σημάδια ευλογιάς στο πρόσωπό του.
Πάνω απ’ το γελέκι του
κρεμόταν το τουφέκι του
και το σακίδιό του.
Είδε αλεύρι σίτινο και ολικής αλέσεως
κι ήρθε στο νου του, ένα γλυκό, γερμανικής εμπνεύσεως.
Αμέσως αποφάσισε και δίχως άλλη σπέκουλα,
γέμισε το σακίδιο, αλεύρι με τη σέσουλα.
Μ’ αυτό τ’ αλεύρι ο μυλωνάς, θα ’τρεφε τα παιδιά του
και να το πάρει ο Γερμανός, δεν άντεχε η καρδιά του.
«Ο Γερμανός ο σατανάς»,
έλεγε τότε ο μυλωνάς,
«κατάρα να τον εύρη»,
γιατί περνούσε τακτικά,
κι έχοντας χέρια αρπακτικά,
του ’παιρνε το αλεύρι.
Το αλεύρι αυτό το πήγαινε μετά στο μαγειρειό τους
και κάνανε βελτίωση, για το συσσίτιό τους.
Κάνανε κάτι άγνωστα γλυκά, σαν λουκουμάδες,
που ήταν περιζήτητα για τους Γερμαναράδες.
Ήτανε χειροποίητα, γλυκά πολύ ωραία,
και τα απολαμβάνανε, σε μια κλειστή παρέα.
Τα ’τρωγαν και γλεντούσανε και σκάγανε στα γέλια
την ώρα που του μυλωνά πεινούσαν τα κοπέλια
κι μυλωνάς κι η μυλωνού ένοιωθαν σαν κουρέλια!
Ο μυλωνάς, ο φουκαράς, περνούσε ένα δράμα,
οργή και φόβος μέσα του γινόταν ένα κράμα,
που ήταν δηλητήριο, φριχτό για τη ζωή του,
βασάνιζε τη σκέψη του κι έπνιγε την πνοή του.
Απέναντι στο Γερμανό, ένοιωθε μίσος τρομερό
κι ανάλογη μανία,
αισθήματα που του ’φερναν όμως αμηχανία.
Δεν ήξερε πώς να φερθεί και πώς να ενεργήσει,
πώς, τη μελαγχολία του να καταπολεμήσει.
Ώσπου του ήρθε στο μυαλό, μια έξυπνη ιδέα
να μοιραστεί το άγχος του με τον Ιδομενέα,
το Γραμματέα του χωριού, που ’ταν μορφή σπουδαία
και συν τοις άλλοις ήξερε, του Σχολαρχείου γράμματα,
που πάει να πει πως έβλεπε αλλιώτικα τα πράγματα.
Αυτός, λοιπόν, τον έπεισε πως πρέπει να αντιδράσει,
να αντισταθεί στο Γερμανό, εάν ξαναπεράσει.
Μια νύχτα πάλι ο Γερμανός, του χτύπησε την πόρτα,
την ώρα που η μυλωνού καθάριζε άγρια χόρτα.
Κατάλαβε πως ήθελε ο Γερμανός να ψάξει,
να δει αν είχε άλευρα για να τα επιτάξει.
Και πριν προλάβει ο ληστής να μπει, να τον ληστέψει,
έβαλε σε ενέργεια τη θαρραλέα σκέψη
που ’χε φωλιάσει μέσα του απ’ τον Ιδομενέα
κι ήρθε η ώρα να γενεί και… πράξη θαρραλέα!!!
Σήκωσε το μπαστούνι του, σαν να ’τανε κουμπούρι
και το ’στρεψε απειλητικά, στου Γερμανού τη μούρη.
Πανύψηλος ο Γερμανός
κι ο μυλωνάς πολύ κοντός,
σχεδόν σπιθαμιαίος.
Στο σώμα ήταν ελάχιστος, μα στην ψυχή γενναίος.
Το μπόι που του έλλειπε, το είχε εξυπνάδα,
που όταν χρειαζότανε γινόταν πονηράδα.
Η πονηράδα του αυτή, συχνά τον βοηθούσε
να ξεπερνά κακοτοπιές, όταν τις συναντούσε.
Προτού να βρει ο Γερμανός, ό,τι έψαχνε να εύρη
με στεντορεία τη φωνή του είπε: «νυξ αλεύρι».
Ήτανε τόσο άγρια η δυνατή φωνή του,
που ο Γερμανός φοβήθηκε, παρά τη δύναμή του
και βλέποντας το μυλωνά σαν άγριο σατράπη
ευθύς «εις άτακτον φυγήν» ο Γερμανός ετράπη!!!
Έκτοτε δε ο μυλωνάς, ο γέρος, ο γενναίος,
που λόγω επαγγέλματος λεγόταν «αλευραίος»,
γι’ αυτό το περιστατικό, έγινε ένας μύθος
κι ως μύθο, οι «μετέπειτα» τον ιστορούν συνήθως.
Το επεισόδιο αυτό, δεν είναι παραμύθι,
είναι μια πράξη αληθινή
που δείχνει πως οι Γερμανοί,
θρασύτατοι τυραννικοί,
ήτανε όμως φοβικοί,
απέναντι στων Βιαννιτών το σθένος και τα ήθη!!!
Την επομένη το πρωί, αυτό το ανδραγάθημα
του μυλωνά κι αντίστοιχα του Γερμανού το πάθημα,
έτρεχε σ’ όλο το χωριό, Πλάκα Σωρό, Πετρούνι,
και θρυλικό του μυλωνά έγινε το μπαστούνι.
Μετά απ’ αυτό ο μυλωνάς περίμενε συλλήψεις,
μα ο φοβισμένος Γερμανός είχε άλλες αντιλήψεις:
προδήλως αντιλήφθηκε πως ήτανε απρέπειες
τα πράγματα που έκανε και θα ’χανε συνέπειες,
εάν θα τα μαθαίνανε οι προϊστάμενοί του,
φοβούμενος πως σοβαρή θα ήταν η ποινή του.
Ο Ιδομενέας είχε πει, για τη συγκεκριμένη
ενέργεια του Γερμανού
δεν του ’φευγε από το νου,
πως ήτανε αυθαίρετη, «μη διατεταγμένη».
Και την αποσιώπησε, για να μην τα ’βρει σκούρα
γιατί, δεν θα ’ταν ανεκτή απ’ την Κομαντατούρα!
Εάν θα μαθευότανε,
ο Γερμανός φοβότανε,
πως απ’ τους ανωτέρους του θα ’βρισκε το μπελά του
γι’ αυτό και περιόρισε τα λόγια τα πολλά του.
Γιατί ήταν οπωσδήποτε ενέργεια λαθραία
που ήτανε για Γερμανό, περίπτωση ακραία.
Ωστόσο, έτσι ή αλλιώς αυτός δεν είπε πράμα
και είχε τέλος αίσιο, του μυλωνά το δράμα…
(1) Ο Μιχάλης Δασκαλάκης ή Αλευραίος είχε τέσσερα αγόρια και συγκεκριμένα τους Βασίλη, Μανώλη, Γιάννη (μοναδικός επιζών) και Γιώργη και τέσσερα κορίτσια και συγκεκριμένα τις Αφροδίτη, Ειρήνη, Μαρία και Ρόδο.
Γιώργος Δ. Κοκολάκης
Επίτιμος Αντιπρόεδρος Ελεγκτικού Συνεδρίου
Φωτογραφία: Το χαράκι του "Λιβανού" όπως το φωτογράφισαν οι Γερμανοί κατακτητές τον Ιούνιο του 1943