Η Γκόλφω
Θά'ταν Αύγουστος του '59, ο αμαξωτός μέχρι τον Άη Βασίλη ανοιγμένος κι ακούω από το ανάδιο του Σελιού στο μεγάφωνο:
- Η Γκόλφω! Η Γκόλφω! Απόψε στον Άη Βασίλη ελάτε να δείτε τη Γκόλφω!
- Ο Τάσος και η όμορφη Γκόλφω! Και δώστου κλαρίνα σα κειανά που 'παιζε το ράδιο του Καβέ, το πικάπι με το μεγάφωνο μέχρι τότε μόνο τον “Πραματευτή” και κουβαρίστρες βελονάκια ήπαιζε.
Το κάθε αμάξι ήπαιζε και το δικό του για να τσοι ξεχωρίζομε. Ο ”Μπαντουβάλας” επούλιε πατάτες, ο ”Πετραδάκι πετραδάκι” επούλιε ψιλολοίδια και κατσαρολικά, ο ”Αχ αυτός ο αργαλειός σου” επούλιε απ όλα κάστανα, μπακαλιάρο, σαρδέλες, φασούλες, κοσέρβες, φώσφορα για την ανάσταση, λάστιχα για τσοι σφεντόνες, μπρόκες και ζάγαρα, ασπιρίνες, φούσκες κι άσπρες φούσκες που τσι λέγανε καπότες μια φορά τσοι φούσκωσα κι στόλισα το σπίτι και δε κατέχω γιάντα διαολίστηκε η μάνα μου.
Στων Αμιρώ το Σελί λίγο καιρό πριν είχε γίνει και το πρώτο τροχαίο και θανατηφόρο ατύχημα στα μέρη μας με θύμα το Χαρή, το “ Ποδήλατο” τον φώναξαν γιατί κούτσαινε, ήταν κι πρώτος ποθαμένος που 'δα καλά.
Των Αμιρώ το Σελί ήτανε για τα μέσα χωριά το σύνορό μας με το κακό, εκειά τανε στεμένος κι ο Αγιος Χαραλάμπης κι έμπαντιε τη λούβα και τσ΄άλλες αρρώστιες, από κεια 'ρθανε ένα πρωί κι οι Γερμανοί και εκτέλεσαν 401 αθρώπους.
Στο μουλάρι το κόκκινο καβαλάρηδες το πρόσαργο, γω στη ποδιά του πατέρα και στη καπούλα η μάνα μου περάσαμε το Κρυγιό ποταμό, τα Δρακιανά που από τότε τρόμαζα με τα όνομα, στα Χάλαβρα ξεπεζέψαμε και το δέσαμε στη Μέσα Βρύση στου Πεδιαδιτάκη το ντουκιάνι απόξω.
Στον Αη Βασίλη φτάξαμε, μεγάλο χωριό, με τρείς εκκλησές, δυο λιοτρίβεια με μηχανές, λεμονάδικο για γκαζόζες και πορτακαλάδες με το κρυγιό νερό τση Μέσα Βρύσης, είχε και κρατητήριο που δέρνανε τσοι κουμμουνιστάδες κι οι σκληρές τους ακουγόταν από τον οντά τση θειάς μου, είχε ντουκιάνια, τσαγκάρηδες, ράφτες, πεταλάδες, γιατρούς, είχε και τα “Παπαδικά” που δε χατέω γιάντα το μισό χωριό σκοτωνόταν με τ΄άλλο μισό για τσοι παπάδες και παίζαν τσοι καμπάνες.
Του Χαρκούτση ο καρνάβαλος στη άκρα τα αμαξωτού αγκομαχούσε, σιότανε όλος-όλος από το μοντέρι που χε στη καρότσα, που 'βγανε το ρέγμα λέει που σκοτώνει, αλλά κάπνιζε και βρωμούσε πετρολαδιές.
Ο αμαξωτός τοτεσάς ήρθε και θαρρώ πως πρώτη φορά εθώρουνα κι αμάξι με τσοι μαύρες ρόδες που σολιάζανε τσ' αρβύλες και τα στιβάνια.
Και φωνιάζανε οι γράδες τω κοπελιώ να μη σιμώνομε στο καλώδιο μη καρβουνιάσουμε.
Στη πλατεία στα ντουκιάνια, από του Καλέργη που 'χε το τηλέφωνο το κοινοτικό, μέχρι του Πετσάκη στσοι τοίχους ήτανε απλωμένη μια μεγάλη άσπρη σεντόνα κι ένα σκοινί με φώτα ηλεχτρικά, στις καθέκλες, ή στα σκαμνάκια ή καταγής καθόταν πολλοί αθρώποι άντρες, γυναίκες, κοπέλια και ξανοίγανε το πανί.
Ητανε και πολλοί τζάμπα στα δώματα γύρω-γύρω.
Αμα πόπιαμε τσοι γκαζόζες μας, και τα λουκούμια μας τα κοπέλια, σβήσανε τα ηλεχτρικά και βγήκανε στο πανί γράμματα μεγάλα που κουνιούντανε και δε ντα προλάβαινα, ήσαμε να πώ το του και και το ό “το“ φεύγανε.
Μετά βγήκανε και κάτι τεράστιοι αθρώποι πιο μεγάλοι και από τα σπίτια, περισσεύγανε κι από το πανί.!
Γυναίκες κι άντρες φορούσαν άσπρες φουστανέλες, γυναικίστικες, και μιλούσανε μια άλλη γλώσσα σα του δασκάλου τα χαρτιά ακαταλαβίστηκα και δώστου κλαρίνα σα κι αυτά που παιζε το ράδιο.
Κι ήβρεχε, ήβρεχε συνέχεια στη σεντόνα κάτι νερά μα νερά να δείς γραμμές εκάνανε από τη κορφή ήσαμε το μπάτο.
Κι όξω και μέσα στα σπίτια ήβρεχε, αλλά μυστήριο πράμα, οι αθρώποι δεν εγρένονταν.
Και κάποια στιγμή όλοι, γυναίκες κι άντρες όλοι, άλλοι ανεστουλουχούσανε κι άλλοι κλαίγανε!
Εγώ δεν έκλαψα καθόλου!
- Τι; έλεγα μέσα μου, πληρώσαμε δυο δραχμές για να κλάψομε;
Κι ήριχνε τόσηνιά βροχή στη σεντόνα που άρχισα και κρύωνα, μάργωσα και ράφωσα στο μπέτη του πατέρα μου και κεια κοιμήθηκα.
Κινηματόγραφο το νε λέγανε!
Δε ξαναπάτησα, ούτε στη Μάρθα Βούρτση, ούτε στον Ξανθόπουλο ούτε ξανάδα κι ας φωνιάζαν τα μεγάφωνα τα καλοκαίρια από των Αμιρώ το Σελί κι ας λέγαν οι κοπελιές την άλλη μέρα στη βρύση την ιστορία τση Βουγιουκλάκενας.
Μόνο μια φορά μας επήρε ο δάσκαλος πρωί πρωί το ανεβόλεμα με το ζόρε στο σκολειό του Συνοικισμού κι είχανε βάλει μπλάβες κόλλες στα παραθύρια από κεισάς που ντύναμε τα βιβλία κι ήταν μαζωμένα όλα τα σκολειά τω ξένω χωριώ να μασέ δείξουνε τη “Μάχη τση Κρήτης“ κι ήμασταν όλα τα κοπέλια θηλυκά κι αρσενικά όρθια και νηστικά και θωρούσαμε που σκοτωνότανε οι αθρώποι, πράμα άλλο δε θυμούμαι, μόνο μια χορεύτρια που κουνιόταν μα δε ναι κάτεχε αυτή πράμα από πηδηχτούς και πεντοζάληδες μόνο κάτι ρούνια κρέμονταν και θωρούσαμε τη βράκα τση.!
Κινηματόγραφο τονέ λέγανε.!
Μα δε ξανάδα!
Μόνο μια φορά, πουχα πάει στο τρύγο, που 'δα ένα δρακουλήστικο στο Ηράκλειο κι ήκαμα δυο μέρες να κοιμηθώ.!
Πέρασαν 10 χρόνια και, που στην Αθήνα φοιτητής άμα πήγα, ξημεροβραδιαζόμουν στα 10ήμερα του Βοκάκιου, στο Λα Στράντα, στο Θωρηκτό Ποτέμκιν και στα Κανόνια του Ναβαρόνε, το ΜπεΧουρ.
Μέχρι να μάθω να θωρώ τα πρόσωπα και να διαβάζω τα γράμματα ίσαμε κι έξε μήνες θα μού φαε, από νωρίς πήγαινα να προλάβω θέση και δυο και τρείς φορές την ίδια αργατινή τη ναι θώρουνα μέχρι να τη καταλάβω!
Ασε που μια φορά σε μια ταινία τσοι δα στην αρχή γέρους και μετά νέους κι απόκιας κοπέλια και θάρρουνα πως τη παίξαν ανάποδα...
Ελληνικιές ταινίες, δε πλήρωσα ποτέ, για να δώ κι άς είχε δυο δραχμές το φοιτητικό, μόνο δα τσοι θωρώ στη τελεόραση.