Η αληθινή (πρόσφατη) ιστορία
Εννιά στόματα είχε να θρέψει η Χρυσή. Εφτά τα παιδιά και δυο οι μεγάλοι. Κι ήταν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, τότε που λέγανε το ψωμί ψωμάκι. Πρόεδρος της Κοινότητας ήταν ο άντρας της, ο Αντώνης Χαλκιαδάκης, πρόσωπο σεβαστό ανάμεσα στους κατοίκους του μικρού βιαννίτικου χωριού, του Βαχού.
Αναζητώντας τις λεπτομέρειες που σημάδεψαν την εκτέλεση των πατριωτών και τη διάσωση του Χαρίλαου μέσα από του χάρου τα δόντια, πέσαμε πάνω σε μια από τις μικρές διηγήσεις που μπορεί να φαίνονται ασήμαντες και μην επηρεάζουν τα μεγάλα της ιστορίας, περιγράφουν όμως το κλίμα, τη ζωή, την καθημερινότητα των ανθρώπων. Μας βοηθούν να κατανοήσομε καλύτερα την κοινωνία και της ανάγκες της κάθε εποχής. Και γι' αυτό είναι πολύτιμες.
Εκείνη τη μέρα η Χρυσή ένιωθε ξαλαφρωμένη. Είχε εξασφαλίσει το φαγητό των παιδιών της. Ο Αντώνης είχε φέρει στο σπίτι μια χαρτοσακούλα αλεύρι. Όχι πολύ, δεν έφτανε να κάμει ζυμωτό, να ανάψει φούρνο και να ψήσει ψωμί, έφτανε όμως για να κάμει μπόλικους τηγανίτους. Έστεσε το τηγάνι στη φωτιά, άρχισε να χοχλακά το λάδι. Αλλά την ώρα που ρόδιζε η πρώτη τηγανιά, ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Ανασκουμπώθηκε· έστειλε τα κοπέλια να ανοίξουν κι άρχισε να βγάζει τους ροδοψημένους τηγανίτες.
Δυο Γερμανοί στρατιώτες, δυο νταγλαράδες, ήταν οι απροσκάλεστοι επισκέπτες. Δεν έρχονταν για πρώτη φορά κατακτητές στο σπίτι. Ό,τι κι αν γύρευαν στο χωριό, την πόρτα του Προέδρου χτυπούσαν. Τα πιο μεγάλα από τα παιδιά του ήταν πάντα απίκο. Μόλις άκουγαν ότι το φρουραρχείο γυρεύει κάποιο χωριανό τους, γλιστρούσαν από το σπίτι και του μηνούσαν να φύγει. Καλά στημένο ήταν το παιγνίδι.
Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου τηγανίτη έφτασε στα ρουθούνια των Γερμαναράδων, που μπήκαν κι έκατσαν σα νοικοκύρηδες στο τραπέζι. Καταβρόχθισαν γρήγορα τους πρώτους, περίμεναν τη δεύτερη τηγανιά, τους έφαγαν κι αυτούς. Στο τέλος δεν έμεινε τίποτα. Σκέτο τηγανισμένο ζυμάρι ήταν το φτωχικό φαγητό της φαμίλιας, αλλά το καλό βιαννίτικο λάδι το είχε κάνει να σκορπά απλόχερα τα αρώματα του, να μοσκομυρίζει. Φαίνεται πως τους άνοιξε την όρεξη. Κι έσκασαν στο φαΐ.
Τους τηγανίτους της τελευταίας τηγανιάς δεν μπόρεσαν να τους φάνε. Είχαν παραχορτάσει με τόσο φαΐ. Τους ανεμούρισαν μέσα στα πιάτα, τους ανακάτεψαν, άναψαν τσιγάρο και παρακολουθούσαν την απελπισμένη γυναίκα που κατέβαζε το άδειο τηγάνι από τη φωτιά. Στα μάτια της πρέπει να ήταν αποτυπωμένη η απελπισία. Το όνειρο να ταΐσει για μια βραδιά τα εφτά κοπέλια της είχε γίνει εφιάλτης!
Έριξε μια κλεφτή ματιά στα πιάτα των Γερμανών. Ποιος ξέρει, μπορεί και να σκέφτηκε ότι με τα αποφάγια τους θα μπορούσε να ξεγελάσει την παιδική πείνα. Ήξερε η Χρυσή πως τα εφτά παιδικά στόματα του σπιτικού της έχασκαν όπως χάσκουν τα πουλιά στη φωλιά περιμένοντας τη μάνα να τα ταΐσει. Λες και το κατάλαβαν οι στρατιώτες. Άρχισαν να σβήνουν τις γόπες τους μέσα στα πιάτα, πάνω στους τηγανίτους που είχαν απομείνει. Άναψαν κι άλλα τσιγάρα. Όλες οι στάχτες κι όλα τα αποτσίγαρα ανακατεύτηκαν με τις πίτες.
Χασκογελώντας για το κατόρθωμά τους άνοιξαν την πόρτα κι έφυγαν. Μέσα από το σπίτι δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από το κλάμα της Χρυσής. Και των παιδιών της, που για ένα ακόμη βράδυ κοιμήθηκαν νηστικά.
Την ιστορία τούτη, πέρα για πέρα αληθινή, μου τη διηγήθηκε η Χρυσή Καργιολάκη - Ζερβουδάκη, η γυναίκα του Χαρίλαου, του ανθρώπου που κατάφερε να επιβιώσει με κορμί τρυπημένο από τις γερμανικές σφαίρες. Η Χρυσή δεν είχε γεννηθεί ακόμη. Αλλά η παθούσα ήταν γιαγιά της. Και τα πεινασμένα παιδιά ήταν η μητέρα, οι θείες κι οι θείοι της. Όσο ζούσε η γιαγιά δεν σταμάτησε να διηγιέται με οργή και παράπονο τη μικρή ιστορία που μπορεί να μοιάζει ασήμαντη μπροστά στα τόσα και στα τόσα δεινά που προκάλεσε ο ναζισμός στον τόπο, φανερώνει όμως πολλά. Και κυρίως την ανθρωπιά που κουβαλούσαν μέσα τους κάποια απ' αυτά τα ανθρωπόσχημα τέρατα.
ΣΗΜ. Τηγανίτης, ο. Είναι η τηγανίτα της κοινής νεοελληνικής. Στην Κρήτη ακούγεται τηγανίτης (πληθυντικός, οι τηγανίτοι και οι τηγανίτες). Λέγονται και κουταλίτες επειδή οι νοικοκυρές συνηθίζουν να ρίχνουν τον χυλό με ένα κουτάλι στο τηγάνι. Ταπεινό φαγητό της φτωχολογιάς που το εκτιμούσαν πολύ οι Κρητικοί του παλιού καιρού, κυρίως τα παιδιά. Περιχύνονται με μπόλικο μέλι ή πετιμέζι.
Τηγανίτους με το μέλι, πώς τσι θέλει το κοπέλι. Και: τηγανίτους με το μέλι, η κοιλιά μου κι άλλους θέλει!
2. Η παράδοση
Όσοι μελετούν τη λαογραφία του τόπου θα έχουν ακούσει ασφαλώς μια παρόμοια διήγηση που ανάγεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αναφέρεται σε μια μάνα που κι εκείνη τηγάνιζε πίτες, σε άλλες διηγήσεις τηγανίτους και σε άλλες μυζηθρόπιτες. Κι όταν τις έκαμε σωρό, μπήκαν οι Γενίτσαροι και δεν άφησαν ούτε μία. Στη λαϊκή μνήμη έμεινε ως παροιμία η επωδός της μάνας που, σαν είδε άδεια τη λεκανίδα με τις πίτες, άρχισε να λέει:
Έκαμες μια; Φάε τη για μια.
Έκαμε δυο; Φάε τις για δυο.
Έκαμες κι άλλη; Φάε τηνε κι εκείνη.
Έκαμές τις τρούλα - τρούλα; Φάε δα κακή κουτρούλα!
Δηλαδή, η άτυχη μάνα κάκιζε τον εαυτό της που δεν φρόντιζε να τρώει την κάθε πίτα μετά το τηγάνισμα, αλλά τις έκαμε σωρό ("τρούλα - τρούλα") και τις βρήκαν τηγανισμένες οι Γενίτσαροι.
Η παραπάνω διήγηση ήταν κοινότατη στην Κρήτη του παλιού καιρού. Ακουγόταν σε διαφορετικές παραλλαγές και σε πολλές επαρχίες του νησιού. Την έχω ακούσει στην Κασταμονίτσα (παιδική μνήμη) σε διάφορα χωριά της Γεράπετρας, στη Σητεία και στο Μυλοπόταμο. Ακούγοντας την αληθινή ιστορία της Βιαννίτισσας μάνας νομίζω πως όλες αυτές οι παραδόσεις απηχούν κοινότατα παθήματα, βιώματα των ανθρώπων που έζησαν δυστυχισμένες ζωές κάτω από την απόλυτη εξουσία των κατακτητών. Άλλωστε, οι παραδόσεις, όπως δίδαξε και ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, απηχούν και μεταπλάθουν πραγματικά γεγονότα, που συνέβησαν κάποτε (σε άγνωστο χρόνο) κι έμειναν αποτυπωμένα στη λαϊκή μνήμη.
Στην Κασταμονίτσα, πάντως, έδειχναν και τα ερείπια του σπιτιού της μάνας που, σύμφωνα με την παράδοση, τηγάνιζε πίτες. Ήταν κάπου ανάμεσα στις τοποθεσίες Λιχένι και Πάνω Λιβάδια, περιοχές στις οποίες υπήρχαν στη μεσαιωνική εποχή, καθώς και στα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, άγνωστοι μικροί οικισμοί.
Το κείμενο του Νίκου Ψιλάκη, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ηχώ της Βιάννου", τον Φεβρουάριο του 2014
Φωτογραφία: "Η μάνα της κατοχής" της Μαρλένας Σκουλά-Περιφεράκη