Ανεπίδοτη επιστολή στον Νίκο Τσοπάκη
Αγαπημένε φίλε και ξάδερφε Νίκο,
Ξέρω πως, η ανεπίδοτη αυτή επιστολή, δε θα φτάσει ποτέ στα χέρια σου κι όμως, ουσιαστικά την έχεις λάβει εδώ και χρόνια, ενώ η απροσδόκητη αναχώρησή σου για το τελευταίο ταξίδι, με υποχρεώνει τώρα, να τη δημοσιοποιήσω.
Η ξαφνική απώλειά σου, γεμίζει με θλίψη όχι μόνο την οικογένειά σου, τους συγγενείς και φίλους, αλλά και όλους όσοι σε γνώρισαν.
Από την πλευρά μου δεν θα το βαρύνω
περισσότερο.
Θα σε πάω μια τελευταία βόλτα, μέσα από δρόμους μαγικούς, δρόμους παλιούς που αγαπήσαμε ατελείωτα, όπως λέει κι ο ποιητής.
Ξεκινήσαμε μαζί στη γενέτειρα πριν από 70 και πάνω χρόνια.
Κοινές εμπειρίες, καημοί, όνειρα και παρέες, που έγραψαν τη δική τους ιστορία, μας έδεσαν άρρηκτα, ιδιαίτερα στην εφηβεία, γιατί πορευόμαστε μαζί, χωρίς υστεροβουλίες και σκοπιμότητες.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον, νομίζω, παρουσιάζει ή περίοδος της ενηλικίωσής μας• ο παλαιός χρόνος μας, σαν διαθλασμένος μέσα από μεγεθυντικό φακό, φαντάζει τεράστιος μπροστά σ’ αυτή τη μοναδική στιγμή που πέφτει η αυλαία• κι όχι μόνο τεράστιος αλλά και πυκνός ασφυκτικά πυκνός, από γεγονότα και πρόσωπα.
Πάμε λοιπόν στην «αυλή των θαυμάτων», της εφηβείας, έτσι σαν στερνή περιήγηση, σαν τελευταίο αποχαιρετισμό:
Πρώτα στη Βιάννο. Η ενηλικίωσή μας περνά και από τον Κερατόκαμπο και τις ανεπανάληπτες μεθιές στο περιγιάλι το κρυφό...
Περνά όμως, κι απ’ το σιδηρουργείο του μπάρμπα Νίκου, του Τζικιτζούλα, στα Ενετικά χαλάσματα.
Εκεί διδαχτήκαμε, σε ζωντανή ακρόαση, με μοναδικό αντάλλαγμα να λειτουργούμε το φυσερό που δυνάμωνε τη φωτιά, τα απίθανα ερωτικά σουξέ του, φερμένα κατευθείαν από τη Μικρασία και πιο πολύ το ερωτικό παραμύθι που εσύ τραγουδούσες
με νοσταλγία και τρυφερότητα, σύμφωνα με το οποίο, ένας «Ρομπέν των δασών», αφήνει το τόξο του και αναμοχλεύει ένα παλιό ερωτικό του πάθος, μέχρι θανάτου.
Οι απόκριες πάλι, ήταν μέσα στο αίμα μας! Κρυβόμασταν, πίσω από αυτοσχέδιες μάσκες, ονειρευόμαστε και δραπετεύαμε… νομίζαμε δηλαδή, αλλά είχαμε κάνει λάθος.
Γιατί, στο ίδιο τρυπάκι, θα μπαινοβγαίναμε μια ζωή...
Η ενηλικίωσή μας πέρασε και από το μεγάλο μουσικό σχολείο, το μαγνητόφωνο Γκρούντινγκ με τις μπομπίνες, του αείμνηστου Γιάννη Κονδυλάκη, με τα φοβερά τραγούδια του Μάρκου, του Τσιτσάνη και λίγο αργότερα, των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκου, με τις φωνές του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη και της Μοσχολιού, τον Καλδάρα και το Ζαμπέτα που ακόμα κι «ο χωρισμός του», μας ένωνε στο Ρεφρέν, «γιατί τα χέρια είναι σχοινιά και τα κορμιά καράβια, κι όποιος τα κόβει τα σχοινιά, μένει η καρδιά του άδεια».
Αυτά τα μουσικά ακούσματα μας άνοιξαν νέους ορίζοντες και δρομολόγησαν απίθανα ταξίδια σε τόπους ονείρου.
Μέσα από τις χοροεσπερίδες στην κεντρική πλατεία, μυηθήκαμε και στο τοπικό μουσικό ιδίωμα με αρχαγγελικά βιολιά, λύρες και μαντολίνα στις κοντυλιές του Καλογερίδη, του Ηρακλή, του Μύρου, του Μιχάλη, του Κόμη, του Σαββαντωνιού, του Καζανάκη και άλλων.
Αργότερα θα ξανασυναντηθούμε στο Ηράκλειο, την πόλη που πολύ αγαπήσαμε, με τις αντιφάσεις και τις πλάνες της. Εδώ, η παρατεταμένη μυστηριωδώς εφηβεία μας, θα πάρει άλλες διαστάσεις,
Είσαι ο πρώτος που πιάνεις δουλειά, στη Δημόσια τότε, Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, όπου υπηρέτησες ευσυνείδητα επί σειρά ετών και μας κερνούσες κάθε Σαββατόβραδο τις καθιερωμένες ρακές για να τραγουδήσουμε με πάθος τα τραγούδια μας. Γεμάτος ανυπόκριτη καλοσύνη και σεμνότητα, χωρίς υπολογισμούς και δεύτερες σκέψεις, χωρίς κακία και υστεροβουλία, πράγμα που αναγνωρίζεται απ’ όλους όσοι σε γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί σου.
Αγ. Τίτου 22, Αλικαρνασσός, οδός Βαλέστρα (Χανιόπορτα), αντηχούν ακόμα από τα τραγούδια μας, τις φωνές και τις κουβέντες μας. Τότε κοντά, σε μια επεισοδιακή καντάδα, ξημερώματα, στην οδό Έβανς, κέρασες, το ακορντεόν μια ρακή, τέτοια σούρα είχαμε και το βάφτισες, «Υπερηφανάκι», από μια ατάκα του λαϊκού βιολιστή Μιχάλη Κουσκουμπεκάκη.
Ύστερα, δικτατορία, στρατός, επαγγελματική αποκατάσταση, κοινωνική ένταξη. Αλλάξαμε βήμα, κατακερματιστήκαμε. «Άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη», που λέει και το λογοκριμένο άσμα του Μητροπάνου. Μείνανε μόνο κάτι σπαράγματα, κάτι ανορθόγραφες επιστολές, κάποιες αναμνηστικές φωτογραφίες που δεν θύμιζαν τίποτα από τα ένδοξα χρόνια. Χωρίς νεύρο και τσαγανό, στα στενά του Ηρακλείου, να μας λυπάται κι η αστυνομία τώρα πια.
Εκείνο πάντως τον καιρό, σε μια ολονύχτια επιχείρηση επανασύνδεσης στον Πόρο, θυμάσαι πώς προσπαθούσες να καθησυχάσεις τους γείτονες; Κόντεψε να καταλήξουμε στα κρατητήρια για διατάραξη κοινής ησυχίας.
Αγαπημένε φίλε, τότε ο καθένας θα αναμετρηθεί με τα τραύματα και τα θραύσματά του, που μάταια προσπαθεί να κρύψει.
Σε κείνη τη φάση, υπήρξαν και οδυνηρές απώλειες: Τότε χάθηκε ο «Ψηλός», με τη φυσαρμόνικα, λίγο πριν πιάσει στα χέρια του το πολυπόθητο απολυτήριο του στρατού, μόλις 22 χρονών, και λίγο αργότερα ο Νικολής απ’ το Σωρό, το γελαστό παιδί. Δε λες πάλι καλά, που λίγο πριν είναι «πολύ αργά για δάκρυα», ξαναβρεθήκαμε, σχεδόν στα ίδια μέρη, και ξανατραγουδήσαμε τα απίθανα τραγούδια, που μας απογείωσαν στην εφηβεία;
Αυτή την ιδιαίτερη και σημαδιακή στιγμή, που φεύγεις αγαπημένε φίλε, σου αφιερώνω, την τελευταία στροφή από το τραγούδι του Μίκη, σε στίχους Γ. Σεφέρη και τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, που άπειρες φορές είχαμε τραγουδήσει, και που εμπεριέχει, αλλά ταυτόχρονα τρολάρει και τη δική μας πορεία:
«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας.
Λάθος! κι αλλάξαμε ζωή...
Τέλος, επειδή σε φαντάζομαι, να μου γνέφεις με νόημα, από κει πάνω: «Τελείωνε ξάδερφε, το ταξίδι άξιζε, μόνο το ταξίδι»!
Δώσε θερμό χαιρετισμό, στα εκλεκτά μέλη της παρέας που έφυγαν πρόωρα. Στο Γιάννη Γρυλλιωνάκη, τον Νίκο Παπαγιαννάκη, τον Γιώργη Πανακάκη και τον Γιάννη Αγαπάκη και πες τους ότι το πήραμε το μήνυμα!
Δε σας ξεχνούμε ποτέ! Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε…
Καλό ταξίδι, φίλε!
Στο Κέντρο ο αείμνηστος Νίκος Τσοπάκης. Αριστερά ο Κλεάνθης Ψαρολογάκης και δεξιά ο Γιάννης Σφακιανάκης