30 χρόνια χωρίς τον Κώστα Μουντάκη
Μια μέρα σαν σήμερα το 1991, φεύγει από τη ζωή ένας από τους σημαντικότερους διαμορφωτές της κρητικής μουσικής, ο Κώστας Μουντάκης.
Ο Κώστας Μουντάκης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1926 στην Αλφά της Επαρχίας Μυλοποτάμου. Ήταν ο μικρότερος από τα επτά παιδιά του Νίκου και της Καλλιόπης Μουντάκη. Ο πατέρας του, που ήταν ικανός χορευτής αλλά και συνάμα καλός τραγουδιστής (είχε το παρατσούκλι «κελαϊδής»), πέθανε τρεις μόλις μήνες μετά την γέννηση του Κώστα. Τον βάφτισαν στην ιστορική Μονή του Αρκαδίου.
Η δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειας του, δεν του επίτρεψε να τελειώσει το ημιγυμνάσιο Πανόρμου αν και ήδη είχε αρχίσει να τον "κερδίζει" η λύρα, όργανο στο οποίο η οικογένεια του είχε παράδοση.
Σύμφωνα με τον κ. Λάμπρο Λιάβα, λύρα έπαιζαν ο μεγάλος του αδερφός, ο Νικήστρατος και ο νονός του ο Στουμπούρης, ενώ ο δάσκαλος του υπήρξε ο Μήτσος ο Καφάτος, ο καλύτερος δεξιοτέχνης του χωριού. Μία αυτοσχέδια λύρα από τάβλι, χορδές από ίνες «αθάνατου» και δοξάρι με τρίχες από ουρά γαϊδάρου ήταν το πρώτο του όργανο όπου «βοσκάκι ακόμα, κίνησε τα δαχτύλια του πάνω στις κοντυλιές της κρητικής μουσικής».
Παίζοντας για ώρες μόνος του, άρχισε να μαθαίνει τους σκοπούς και τα ξόμπλια τους, τα «μυστικά» της τεχνικής της λύρας και τελειοποίησε την τεχνική του έτσι ώστε, στην κατοχή – 15χρονος πια – έπαιζε το στο καφενείο του χωριού για να ξεκουράσει το δάσκαλό του, το Καφφάτο. Όταν λίγο αργότερα, μπόρεσε να «κρατήσει» μόνος του έναν ολόκληρο γάμο χρίστηκε πλέον επίσημα λυράρης! Απέκτησε μάλιστα και την πρώτη του «καλή» λύρα, το 1943, δίνοντας ένα ολόκληρο αρνί και 5 οκάδες τυρί. Ήταν βέβαια εποχή πείνας αλλά «έτσι είναι, η τέχνη θέλει θυσίες».
Την περίοδο αυτή το Ρέθυμνο είναι ο χώρος όπου η κρητική μουσική γνωρίζει μιαν εξαιρετική ακμή με μεγάλους δεξιοτέχνες όπως ο Αντρέας Ροδινός, ο Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης), ο Αντώνης Καρεκλάς, ο Στέλιος Φουσταλιέρης, που σηματοδοτούν το πέρασμα της σ’ ένα ύφος πιο επεξεργασμένο μέσα σ’ ένα περιβάλλον με ολοένα αυξανόμενες αστικές επιδράσεις.
Όπως αναφέρεται στο Rethemnos.gr, τα εργαστήρια των οργανοποιών η κρητική λύρα αποκτά τη σημερινή της μορφή, η τεχνική παιξίματος γίνεται όλο και πιο δεξιοτεχνική, το ρεπερτόριο εμπλουτίζεται και επεκτείνεται πέρα από τα τοπικά όρια, αποκτώντας πλέον παγκρήτια διάδοση. Σ’ αυτήν την εξελικτική διαδικασία ο Κώστας Μουντάκης θα συμβάλλει αποφασιστικά, ενδυναμώνοντας με την τέχνη του την παρουσία δεξιοτεχνών μουσικών που λειτουργούν ταυτόχρονα ως φορείς της λαϊκής παράδοσης αλλά και ως συνθέτες, με αναγνωρίσιμο προσωπικό ύφος και έργο.
Το 1948 κατατάχτηκε στη χωροφυλακή υπηρετώντας στα Χανιά, στα Σφακιά και στην Αθήνα ενώ το διάστημα 1950 - 1952 είχε αποσπαστεί στο ιδιαίτερο γραφείο του Σοφοκλή Βενιζέλου. Αργότερα παραιτείται και αναγκάζεται να εργαστεί στο Εργοστάσιο Λιπασμάτων της Δραπετσώνας για 16 χρόνια.
Παράλληλα προσπαθεί να προωθήσει την κρητική μουσική μέσω της ραδιοφωνίας που είχε τη μεγάλη δύναμη στην προβολή της παραδοσιακής μουσικής κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη του Σίμωνα Καρά. Περνάει από την κριτική επιτροπή του Ε.Ι.Ρ. (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) και μαζί με τον Βυζιργιάννη στο λαούτο αρχίζουν εκπομπές στο πρόγραμμα του Σίμωνα Καρά, προβάλλοντάς την κρητική μουσική στο πανελλήνιο.
Σε συνεργασία με τον Στέλιο Κουτσουρέλη, πραγματοποιούν το 1955 την πρώτη ηχογράφηση δίσκου 78 στροφών με τα τραγούδια «Ο Ζητιάνος» και η «Ρεθυμνιωτοπούλα». Μέσα στα επόμενα χρόνια ακολουθεί μια τεράστια πορεία δισκογραφικών εκδόσεων, με αποτέλεσμα να καθιερωθεί ως ο περισσότερο ηχογραφημένος λυράρης Κρητικής μουσικής. Δίσκοι και τραγούδια όπως: «Ένα ματσάκι γιασεμιά», «Αργαλειός», «Μυλωνάδες και μαζώχτρες», «Κρητικός γάμος», «Η Μάχη της Κρήτης- Κρητικά νακλιά», «Αναφορά στον Καζαντζάκη», είναι μόνο μερικά δείγματα της δουλειάς του. Η καταξίωση και η φήμη του Μουντάκη εξαπλώθηκε σε όλη την Κρήτη και στους Έλληνες της διασποράς τους οποίους είχε επισκεφτεί πολλές φορές. Για πρώτη φορά πήγε στην Αμερική το 1960 και το 1971 στον Καναδά, την Αυστραλία την Νότιο Αφρική και άλλες χώρες με παρουσία ομογενών.
Από το 1975 αναγκάζεται λόγω προβλημάτων υγείας να διακόψει την επαγγελματική του δραστηριότητα και παίζει μόνο σε επιλεγμένα γλέντια και εκδηλώσεις. Μέσα σε αυτό το διάστημα θεωρεί ως επιτακτική ανάγκη την παιδεία, δηλαδή τη μάθηση και τη διδασκαλία της κρητικής λύρας με την ίδρυση σχολών στις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης. Επίσης συμπαραστέκεται στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών και γίνεται πολύτιμος συνεργάτης στα ερευνητικά προγράμματα εθνομουσικολογίας του Ινστιτούτου.
Η πρώτη σχολή λύρας ιδρύεται στο Ηράκλειο στο «Ωδείο Απόλλων», το 1979, μετά στο Ρέθυμνο (1980), τα Χανιά (1981), στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου (1983) και τέλος ιδρύει το «Ελληνικό Ωδείο» στην Αθήνα το 1985. Ο Κώστας Μουντάκης παλιότερα είχε αρχίσει μαθήματα και στην «Παγκρήτιο Ένωση». Απεβίωσε στις 31 Ιανουαρίου 1991 στην Αθήνα.
Το έργο και η συμβολή του Μουντάκη στην κρητική παραδοσιακή μουσική τυγχάνουν της καθολικής αναγνώρισης μουσικών και κριτικών (όπως ο μουσικός και τραγουδιστής Χρόνης Αηδονίδης, ο λογοτέχνης και κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο καθηγητής μουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Αμαργιανάκης κ.ά.) ενώ θεωρείται ως ένας από τους πιο εμπορικούς λυράρηδες.